Η νέα υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου δεν πρέπει και ούτε θα κριθεί για την ηλικία της, την εμφάνισή της, την καταγωγή της, ή πολύ περισσότερο για τις «εντυπώσεις», που έχουν διαμορφώσει κάποιοι γι’ αυτήν.

Προφανώς και σε μία σοβαρή πολιτική συζήτηση, δεν έχουν κανένα ρόλο και λόγο οι ανοησίες, τα κόμπλεξ ή, φυσικά, τα σεξιστικά σχόλια και οι φήμες. Η «παρα-συζήτηση» γύρω από τη νέα υπουργό, ασφαλώς και δεν την αφορά, ούτε της προκαλεί κανένα πρόβλημα. Απλώς προσβάλει εκείνους που την προκάλεσαν και τη συντηρούν ίσως, παρά τη γενική κατακραυγή. Φαίνεται μάλιστα να την προκάλεσαν άνθρωποι με πολιτικά κίνητρα, που όμως αδυνατούν να της ασκήσουν πραγματική πολιτική κριτική. Πιθανόν γιατί δεν διαφωνούν με την πολιτική που εκπροσωπεί η νέα υπουργός, αλλά επειδή θα ήθελαν να είναι εκείνοι στη θέση της – και ο νοών νοείτω.

Η ουσία είναι η πολιτική που εκπροσωπεί και καλείται να εφαρμόσει. Το πώς βρέθηκε στη θέση της υπουργού, εντελώς ξαφνικά για όσους δεν γνώριζαν τα της διαπραγμάτευσης και των ισορροπιών στο υπουργείο Εργασίας, σχετίζεται ακριβώς με αυτή την πολιτική και τη στάση του υπουργείου Εργασίας και της κυβέρνησης στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με την τρόικα για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Η κυρία Αχτσιόγλου ούτε διακρίθηκε για την κοινωνική της δράση, ούτε έχει δώσει δείγματα γραφής στην ευρύτερη κοινωνία, έτσι ώστε να προωθηθεί στις υψηλές θέσεις ως αναγνωρισμένη, για το έργο, την προσφορά και τη διαδρομή της. Έτσι κι αλλιώς όλα όσα έκανε μέχρι την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση – τη συμμετοχή της δηλαδή στο αντιμνημονιακό κίνημα – τα αποκήρυξε η ίδια, κατεβάζοντας τους λογαριασμούς της από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επιχειρώντας να «σβήσει» τα ίχνη και τις αποδείξεις μίας περιόδου την οποία μάλλον δεν θέλει καν να θυμάται

Ούτε φυσικά η επιλογή της είναι, όπως κάποιοι θέλησαν να πλασάρουν, ως χτύπημα στην οικογενειοκρατία και την πολιτική επετηρίδα – μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα θα φέρει. Δεν είναι καν άνοιγμα στη νέα γενιά η τοποθέτησή της σε θέση υπουργού – το ότι είναι 30χρονη δεν σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται κιόλας τις αγωνίες και τα προβλήματα της γενιάς της. Οι διορισμοί της και το προστατευμένο κομματικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε δεν έχουν σχέση με το μέσο νέο της χώρας αυτής.

Και πάντως όλα αυτά είναι μάλλον αδιάφορα ή μικρή σημασία έχουν σε σχέση με την πολιτική ουσία:

Η κυρία Αχτσιόγλου επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε στη θέση της υπουργού για να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση, ήτοι για να κάνει όλες τις επιβαλλόμενες από την τρόικα υποχωρήσεις στα εργασιακά, αλλά και να εφαρμόσει επιτέλους τις ουρές του ασφαλιστικού, που θα περικόψουν κι άλλο τις συντάξεις. Να απορυθμίσει την αγορά εργασίας, ισοπεδώνοντας κι άλλο τα δικαιώματα των εργαζομένων, μπας και διαμορφωθεί ο λεγόμενος «επενδυτικός παράδεισος» που τόσο θέλουν κάποιοι για τη χώρα μας. Το πολιτικό κεφάλαιο του Γ. Κατρούγκαλου δεν ήταν επαρκές για όλα αυτά. Τουναντίον η νεαρή υπουργός είναι άφθαρτη και θεωρήθηκε ότι μπορεί να φέρει τη “αναγκαία” για ορισμένους, “βρώμικη” για άλλους, δουλειά σε πέρας. Την προτιμούν στην ηγεσία, την συνιστούν οι δανειστές. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Από την πολιτική αυτή θα κριθεί και μόνο. Τα υπόλοιπα είναι γελοιότητες.