Και ξαφνικά, λέει, άρχισαν να μας υποστηρίζουν πολλοί στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Να υποστηρίζουν δηλαδή τις θέσεις που λέει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ: ο Γιούνκερ είπε για τον βασικό μισθό και το τέλος της τρόικας (!!!), οι Γάλλοι αποδέχονται ότι χρειαζόμαστε χρόνο, οι Ιταλοί αναγνωρίζουν ότι δεν πρέπει να πιεστεί άλλο η Ελλάδα, στη Γερμανία είναι διχασμένοι για το ελληνικό πρόβλημα, ο δε Ομπάμα τα είπε όπως δεν τα είπε ποτέ κανείς ξένος ηγέτης για το ελληνικό μαρτύριο και την αδιέξοδη συνταγή της λιτότητας.

Πολλοί αναρωτιούνται πού βρέθηκαν όλοι αυτοί ξαφνικά. Κι όμως. Ήταν όλοι τους εκεί και δεν άλλαξαν ξαφνικά γνώμη, ούτε είδαν κάποιο φως αληθινό.

Συμπεριφέρονται με βάση το συμφέρον τους, με βάση τις συνθήκες, που διαμορφώνονται κάθε φορά και τους συσχετισμούς δυνάμεων.

Ούτε μας αγάπησαν ξαφνικά, ούτε λένε «συγγνώμη κάναμε λάθος μαζί σας».

Απλά αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα αλλάζουν και πρέπει να προσαρμοστούν. Δείχνουν να παραδέχονται ότι η στήριξη της Ελλάδας, απέναντι σε πολιτικές που καταστρέφουν την κοινωνία είναι αδιέξοδες και ότι είναι ζωτικής σημασίας η στήριξη μίας χώρας, με ιδιαίτερο συμβολισμό και εξέχουσα θέση, εκ των πραγμάτων, στο γεωστρατηγικό παιχνίδι.

Και αυτή την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του αναδεικνύει την Ελλάδα σε «παίκτη» με μείζονα σημασία στο ευρύτερο παιχνίδι.

Διότι ξέρει ότι Ευρώπη, χωρίς Ελλάδα δεν υπάρχει – πιθανόν και Ελλάδα χωρίς Ευρώπη, γι αυτό και δεν υιοθετεί στρατηγική ολοκληρωτικής σύγκρουσης.

Ξέρει ότι όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες αναγνωρίζουν ότι ενιαίο νόμισμα με αποχωρήσεις μελών δεν υπάρχει.

Ξέρει ότι μία Ευρώπη που δεν εκφράζει την αλληλεγγύη της στα χειμαζόμενα μέρη της, όταν αυτά το ζητούν – γιατί κάποια δεν το ζητούν – είναι μία Ευρώπη, «εύκολη» στις αποσχιστικές τάσεις και στην εθνικιστική αναδίπλωση.

Όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο δρόμος στον οποίο βάδιζε η Ελλάδα ήταν και αδιέξοδος και άδικος και καταστροφικός.

Κανείς τους εκεί έξω, – με εξαίρεση ίσως τη γερμανική ηγεσία, αυτή συχνά στην ιστορία είχε ένα πρόβλημα αντίληψης – δεν είναι τόσο βλάκας, όσο πιστεύουν κάποιοι: Πώς είναι δυνατόν για παράδειγμα ένα πρόγραμμα που δεν το έκλεισαν, δια της περιβόητης «αξιολόγησης», ούτε εκείνοι που το συμφώνησαν και το υπέγραψαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), να το κλείσει μία κυβέρνηση που πολιτεύτηκε και εκλέχθηκε με το ακριβώς αντίθετο διακύβευμα, ότι θα το καταργήσει;

Πώς είναι δυνατόν να περιμένουν ότι θα γυρίσει ποτέ η τρόικα στην Αθήνα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όταν το όργανο αυτό έχει αμφισβητηθεί ακόμα κι από το ευρωκοινοβούλιο ή το ευρωπαϊκό δικαστήριο;

Πάμε λοιπόν σε νέα εποχή. Σε ένα νέο συμβιβασμό, μία λύση με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο: τέλος η ντροπιαστική επιτήρηση, τέλος η περιοριστική πολιτική, τέλος το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, τέλος η ισοπέδωση κοινωνικού κράτους και εργασιακών δικαιωμάτων, με νεοφιλελεύθερες συνταγές. Βιώσιμη λύση για το χρέος, χωρίς νέα ελλείμματα, και μεταρρυθμίσεις που είναι πραγματικά αναγκαίες για τη χώρα, με προοδευτικό πρόσημο.

Κι ενώ η συζήτηση αυτή έχει ανοίξει και υπάρχουν απρόσμενοι σύμμαχοι στο εξωτερικό, στο εσωτερικό λειτουργεί μία ιδιότυπη πέμπτη φάλαγγα, που εύχεται να αποτύχει η πρώτη και μοναδική σοβαρή διαπραγμάτευση που γίνεται με εταίρους και δανειστές.

Οι δηλώσεις Ομπάμα για παράδειγμα, σε δύο μέρη του κόσμου σχολιάστηκαν αρνητικά: στην καγκελαρία του Βερολίνου και στα μνημονιακά κόμματα της Αθήνας.

Ακόμη και τον Ντάισελμπλουμ το Βερολίνο τον μάλωσε, σε αντίθεση με πολλούς μνημονιακούς στην Αθήνα, που τον υπεράσπισαν έναντι του «κακού» και «αγενούς» Βαρουφάκη.

Θέλουν την αποτυχία της διαπραγματευτικής προσπάθειας, για να επιστρέψουν «δικαιωμένοι». Την θέλουν όμως και για κρύψουν την εθελοδουλία τους, την παράδοσή τους άνευ όρων.

Επί πέντε χρόνια «ξέχασαν» ορισμένα βασικά και γι’ αυτό είναι ασυγχώρητοι και καταδικαστέοι – τώρα γίνονται και θλιβεροί:

– Κανείς δεν θα σου αναγνωρίσει το δίκιο σου, ακόμη κι όταν ξέρει ότι το έχεις, αν δεν το ζητήσεις μόνος σου.

– Κανείς δεν θα μπει μπροστά να διεκδικήσει για σένα, εάν δεν το κάνεις εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου.

– Και ποτέ τίποτα δεν πρόκειται να σου χαριστεί, εάν δεν αγωνιστείς, ίσως και να ρισκάρεις γι’ αυτό.

– Είναι, στο τέλος τέλος, μερικές μάχες που οφείλεις να τις δώσεις. Αλλά τι να καταλάβουν όλοι αυτοί που παρέδωσαν τη χώρα σε «τεχνικά κλιμάκια» ηλιθίων;