Θέλω πολύ να δω την «επόμενη μέρα» στη ΝΔ, μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της.

Με έναν νέο αρχηγό απολύτως ταυτισμένο με τα κελεύσματα των δανειστών και του Βερολίνου και με ένα κόμμα σε παραζάλη και βαθύ διχασμό, εξαιτίας της βαριάς, αναπάντεχης ήττας που υπέστη η καραμανλική πτέρυγα.

Το πρώτο θα είναι και το μεγάλο εμπόδιο για την οποιαδήποτε αντιπολιτευτική κριτική που θα ασκεί η ΝΔ, το δεύτερο θα απειλήσει τη συνοχή και την όποια δυναμική θα μπορούσε να αποκτήσει η αξιωματική αντιπολίτευση.

Ας πάρουμε το πρώτο πρόβλημα: Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει μνημόνιο κατά βάση, με ό,τι σημαίνει αυτό για τα αδύναμα στρώματα της κοινωνίας, πώς είναι δυνατόν η αντιπολίτευση να ασκείται στο όνομα της πιο πιστής, δηλαδή της πιο ακραίας εφαρμογής του μνημονίου; Με τον Μητσοτάκη, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα εφαρμόζει ένα μνημονιακό μέτρο, η ΝΔ θα του λέει «εφάρμοσε και δεύτερο και τρίτο». Στο μνημόνιο δηλαδή θα απαντά με περισσότερο μνημόνιο. Όταν ο Σόιμπλε θα λέει «κάντε αυτό που απαιτώ», η ΝΔ θα σπεύδει να ζητά από την κυβέρνηση να αποδεχθεί τη αξίωση του γερμανού. Όταν η κυβέρνηση θα κάνει ιδιωτικοποιήσεις, η ΝΔ θα ζητά ακόμα περισσότερες, με όλο και πιο φθηνά τιμήματα. Όταν η κυβέρνηση θα πιέζεται να επιβάλλει κι άλλες μειώσεις και περικοπές, η ΝΔ θα της λέει να τις εφαρμόσει γρήγορα.

Στον νεοφιλελευθερισμό που επιβάλλει το μνημόνιο έτσι κι αλλιώς, η απάντηση μπορεί να είναι περισσότερος νεοφιλελευθερισμός; Διότι η ΝΔ του Μητσοτάκη αυτό θα πρεσβεύει. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο έως απίθανο να στραφεί η κοινωνία, ακόμη και οι ψηφοφόροι της λαϊκής δεξιάς, σε μία τέτοια πολιτική συνταγή και πρόταση.

Ας μην συζητήσουμε για άλλα θέματα κρίσιμα, όπως η σύγκρουση με ισχυρά συμφέροντα, η πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής. Η οικογένεια Μητσοτάκη δεν διακρίθηκε ποτέ σε αυτά τα μέτωπα – κι ούτε πρόκειται.

Ας πάρουμε το δεύτερο πρόβλημα, αυτό της συνοχής της ΝΔ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βγαίνει βαριά τραυματισμένο από το εσωκομματική αποτέλεσμα για την εκλογή του νέου αρχηγού. Αυτό που εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης και η μητσοτακική πτέρυγα στη ΝΔ ουσιαστικά δεν ήταν ποτέ η πλειοψηφούσα άποψη στο κόμμα, ιδίως μετά το τραγικό πείραμα της περιόδου 1900-93. Με εκπεφρασμένη προτίμηση της καραμανλικής πτέρυγας να μην πάει το κόμμα στο «μητσοτακέικο», η συγκατοίκηση είναι πλέον δύσκολη. Ή ο Μητσοτάκης, προκειμένου να πετύχει τη συνοχή, θα αναζητήσει ισορροπίες, που συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι παραλυτικές και ακυρώνουν ακόμα κι αυτό που μπορεί να εκφράσει πραγματικά ο αρχηγός ή θα προκύψει μεγάλη σύγκρουση, με διακύβευμα ακόμη και την ενότητα.

Ο ίδιος ο νικητής στην μάχη της ηγεσίας θέλει να εμφανίζεται ως ο πιο δυνατός αντίπαλος για τον Τσίπρα. Κανένα από τα πολιτικά του χαρακτηριστικά δεν ενισχύει την άποψη αυτή. Ούτε όμως και τα προσωπικά στοιχεία που φέρνει στο προσκήνιο απέναντι στον Τσίπρα, τον καθιστούν σκληρό μονομάχο με τον σημερινό πρωθυπουργό: Σύμβολο της οικογενειοκρατίας και συνεχιστής αυτής της παθογένειας στην ελληνική πολιτική ζωή, με ανοιχτά θέματα, όπως οι σχέσεις του με τη Siemnes και με μέτριες στην πραγματικότητα κυβερνητικές επιδόσεις, όταν ήταν υπουργός, είναι απορίας άξιον το πώς μπορεί να σταθεί απέναντι στον Τσίπρα, εάν ο τελευταίος δεν κάνει μοιραία λάθη. Το ότι επελέγη από τα μέλη της ΝΔ επειδή δεν είχαν καλύτερη εναλλακτική, δεν σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης είναι όντως η λύση στο πρόβλημα της συντηρητικής παράταξης.