Έχω δει να συγκροτούνται στη χώρα μας δεκάδες κυβερνήσεις, είτε μετά από εκλογές, είτε μετά από ανασχηματισμό.
Όλες ανεξαίρετα της πρώτης κατηγορίας είχαν τη λεγόμενη περίοδο ανοχής. Δεν μιλάμε για άπλετο χρόνο, αλλά σίγουρα μιλάμε για ένα σοβαρό «τράτο». Ιδίως οι κυβερνήσεις που προέκυπταν από πολιτική ανατροπή είχαν αυτονόητα αυτό το δικαίωμα. Ήταν για παράδειγμα άλλο η κυβέρνηση Σημίτη το 2000 (η τρίτη στη σειρά του ΠΑΣΟΚ και η δεύτερη του πρώην πρωθυπουργού) και άλλο η κυβέρνηση Καραμανλή το 2004, που προήλθε από αλλαγή πολιτικών συσχετισμών στη χώρα και ξεκινούσε από την αρχή.

Ασφαλώς οι καιροί είναι διαφορετικοί, οι συνθήκες πιο δύσκολες και τα περιθώρια στενά. Αλλά η ανάγκη του χρόνου, ώστε να αναπτύξει μία κυβέρνηση το δικό της βαματισμό, να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο και να εμφανίσει τις δυνατότητές της, είναι πάντοτε δεδομένη. Το αναγνωρίζουν σχεδόν όλοι στο εξωτερικό, ακόμη κι όσοι δεν θέλουν να αλλάξει η γραμμή και η ρότα της χώρας. Σχεδόν όλοι – ίσως με την εξαίρεση της Μέρκελ που έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Αλέξη Τσίπρα δύο μέρες μετά – αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να πιέζουν μία νεοεκλεγείσα κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή, πριν καν ορκιστεί μάλιστα.

Κάποιοι κάνουν σαν να μην κατάλαβαν καν τι έγινε την περασμένη Κυριακή. Σαν να υπήρξε ένα απλό… λάθος του λαού, που θα… διορθωθεί σύντομα. Σαν να μην καταδικάστηκε μία πολιτική και οι φορείς αυτής της πολιτικής, οι οποίοι οφείλουν να εξετάσουν πρώτα και κύρια τα δικά τους λάθη. Σαν να συνεχίζονται τα πράγματα από εκεί που τα άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Δεν αναγνωρίζουν καν – και το δείχνουν με κάθε τρόπο – το δικαίωμα του ελληνικού λαού να κάνει τις επιλογές του, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνούν ή όχι.

Η μεμψιμοιρία τους χτυπάει κόκκινο, πέρα από το ότι προκαλεί το κοινό αίσθημα και τη δημοκρατική ευαισθησία. Η πρόβλεψη και η ρητορική τους ότι έρχεται καταστροφή ξεπερνά κάθε εύλογη ανησυχία και λογική αντιπολιτευτική στάση. Δίνουν καμιά φορά την εντύπωση ότι περιμένουν τον Σόιμπλε και την Μέρκελ να συνετίσουν «αμέσως» και «χωρίς χρονοτριβή» την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που «τολμά» να χαράξει άλλη πολιτική. Σχεδόν δείχνουν να παρακαλάνε για κάτι τέτοιο, σαν εκείνους τους ρουφιανοσπασίκλες του σχολείου, που καρφώνουν τους «άτακτους» συμμαθητές τους, ζητώντας την τιμωρία τους από το δάσκαλο.

Αντί να δουν με ψυχραιμία όσα θετικά μπορεί να έχουν προκύψει στο μεταξύ στο διεθνές περιβάλλον για την ελληνική επιδίωξη ελάφρυνσης του χρέους και κατάργησης της λιτότητας, ψειρίζουν τις δηλώσεις που επαναλαμβάνουν μονότονα ότι πρέπει να υπομείνουμε στο ζυγό του μνημονίου. Μα, αυτές είναι οι αναμενόμενες δηλώσεις, το θέμα τώρα είναι πώς μπορεί να ανατραπεί αυτός ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων. Ίσως να μην μπορεί να επιτευχθούν πολλά και τελικά να έχουν δίκιο, αλλά η νέα κυβέρνηση οφείλει να κάνει μία επίπονη και επίμονη προσπάθεια, γιατί τέτοια εντολή έλαβε. Ούτε λίγο ούτε πολύ της ζητάνε να παραβιάσει την εντολή που έλαβε για διαπραγμάτευση, ανατροπή των μνημονίων και χάραξη άλλης πολιτικής. Της ζητάνε δηλαδή, βλέποντας ίσως από τον εαυτό τους, να παραβιάσει την εντολή που η ίδια ζήτησε και τελικά έλαβε από τον ελληνικό λαό, σαν να είναι η εντολή αυτή «κουρελόχαρτο».

Η λογική και η προσδοκία τους είναι απλή: ή ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει κωλοτούμπα, εκτίθεται και πέφτει ή δεν την κάνει και τον ρίχνει το Βερολίνο! Αδιαφορούν όμως για τις συνέπειες είτε της μίας, είτε της άλλης εξέλιξης: Αν συμβεί το πρώτο θα σημαίνει ότι όλες οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις είναι το ίδιο αναξιόπιστες και το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα ξοφλημένο, κάτι που φέρει ότι δεν δεξιά, αλλά την ακροδεξιά. Αν συμβεί το δεύτερο, θα είναι ήττα για τη χώρα και την κοινωνία. Και στις δύο περιπτώσεις η προσδοκία και η ελπίδα ενός ολόκληρου λαού θα έχουν πέσει στο κενό.

Αντιλαμβάνομαι πλήρως την ανάγκη της δεξιάς του Σαμαρά να πιστέψει και να ακουμπήσει τις ελπίδες επιστροφής της, στη «θεωρία της παρένθεσης». Να πείσει τον εαυτό της ότι όλα αυτά που ζει αυτές τις μέρες είναι «κακό όνειρο» και σύντομα θα «ξυπνήσει» ξανά στην εξουσία. Είναι ανθρώπινο και θεμιτό πολιτικά, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει κα έχει σημασία και πώς το κάνει κανείς. Ακόμα γελούν οι πέτρες με τα όσα έλεγαν το 1981 για τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί για μήνες να περνούσαν κάτω από τα υπουργεία νοσταλγώντας τα περασμένα μεγαλεία και περιμένοντας να… πέσει η «πράσινη χούντα» όπως έλεγαν.

Απλά τώρα δεν είναι για γέλια η συμπεριφορά τους, αλλά για κλάματα.