Από την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τη νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την αποπομπή του Στέφανου Κασσελάκη, οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν μια παγιοποιημένη εικόνα. Η Νέα Δημοκρατία κινείται σταθερά μεταξύ 25% και 30%, στη δεύτερη θέση εναλλάσσονται ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Πλεύση Ελευθερίας με 12%-15%, ενώ η Ελληνική Λύση βρίσκεται σταθερά στην τρίτη θέση. Ακολουθούν το ΚΚΕ με 6%-7%, ενώ μικρότερα σχήματα, όπως η Νίκη ή το ΜέΡΑ25, παραμένουν στα όρια της κοινοβουλευτικής επιβίωσης.
Το εντυπωσιακό δεν είναι η… σταθερότητα των ποσοστών, αλλά και η απουσία εκλογικών μετακινήσεων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα έχει «παγώσει» σε δύο μεγάλα στρατόπεδα που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. παραμένουν κατά τα 3/4 πιστοί στο κόμμα τους, ακόμη και αν εκφράζουν δυσαρέσκεια για επιμέρους πολιτικές. Αντίστοιχα, όσοι τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά δεν πάνε στη Ν.Δ., ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν απογοητευμένους κεντροδεξιούς. Αυτό σημαίνει ότι η κυβερνητική φθορά δεν μεταφράζεται σε αντιπολιτευτικό κέρδος, ένα φαινόμενο ασυνήθιστο σε δημοκρατικά συστήματα. Η Ν.Δ. χάνει ψήφους, αλλά δεν τις κερδίζει κανείς. Οι ψηφοφόροι που απομακρύνονται από αυτήν απλώς αποσύρονται, δηλώνουν αναποφάσιστοι ή, το συνηθέστερο, ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν. Ακόμη και η είσοδος νέων κομματικών σχηματισμών, όπως το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, της Μαρίας Καρυστιανού ή πιθανώς και του Αντώνη Σαμαρά, δεν μεταβάλλει ουσιαστικά το τοπίο. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι Τσίπρας και Καρυστιανού, αν κατέβουν, θα διεκδικήσουν τη δεύτερη θέση, αλλά όχι την εξουσία. Με άλλα λόγια, η προσθήκη νέων παικτών ενισχύει την πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης, χωρίς να συγκροτεί εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Υπάρχουν, βεβαίως, ορισμένες διαρροές από τη Νέα Δημοκρατία προς τα δεξιότερα κόμματα, ωστόσο, οι μετακινήσεις αυτές είναι περιορισμένες σε μέγεθος και προέρχονται κυρίως από ψηφοφόρους που είχαν ήδη χαλαρή σχέση με το κυβερνών κόμμα.
Σε αυτό το περιβάλλον, όπου δεν διαφαίνεται καμία μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων, η αποχή αναδεικνύεται ως το πιο καθοριστικό στοιχείο της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Είναι ο τρίτος, αόρατος πόλος του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αν στις επόμενες εκλογές η αποχή προέλθει κυρίως από ψηφοφόρους της Ν.Δ., τότε το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και πιθανόν θα παραμείνει πρώτο, δεν θα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και θα δυσκολευτεί να βρει αξιόπιστο εταίρο. Αντιθέτως, αν η αποχή επηρεάσει αναλογικά και τα δύο στρατόπεδα, η Ν.Δ. διατηρεί βάσιμες ελπίδες για μια τρίτη κυβερνητική θητεία, έστω με μικρότερη κοινοβουλευτική δύναμη. Η ουσία, όμως, είναι ότι οι εκλογές θα κριθούν από το ποιος δεν θα πάει να ψηφίσει, όχι από το ποιος θα αλλάξει κόμμα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η αποχή διαμορφώνει το αποτέλεσμα. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, οι 400.000 κεντροδεξιοί δεν πήγαν να ψηφίσουν και ο Γιώργος Παπανδρέου επικράτησε του Κώστα Καραμανλή με 10 ποσοστιαίες μονάδες. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν η αποχή εκτινάχθηκε στο 43,4%. Ο Αλέξης Τσίπρας επανεξελέγη με μικρότερο αριθμό ψήφων από τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, αλλά με άνετη πλειοψηφία λόγω της μειωμένης συμμετοχής. Τρανταχτό παράδειγμα, σε άλλη κλίμακα, οι τελευταίες εκλογές στον Δήμο Αθηναίων και ο τρόπος που ηττήθηκε ο Κώστας Μπακογιάννης από τον Χάρη Δούκα. Για να μην αναφέρουμε όσα έγιναν προχθές στην ΚΕΔΕ διά της… αποχής των δημάρχων που θεωρούνται προσκείμενοι στη Ν.Δ. Συνεπώς, η αποχή μπορεί να αλλάξει ριζικά τον πολιτικό συσχετισμό, ακόμη και αν οι διαθέσεις των πολιτών δεν έχουν μεταβληθεί δραματικά.
Οι σημερινές μετρήσεις καταγράφουν ανησυχητικά χαμηλή πρόθεση συμμετοχής.
Μόλις 55%-60% των ερωτώμενων δηλώνει «σίγουρα» ότι θα πάει να ψηφίσει. Ποιος όμως κερδίζει από την αποχή; Το ερώτημα είναι κρίσιμο. Αν η αποχή προέλθει κυρίως από πρώην ψηφοφόρους της Ν.Δ., τότε το κόμμα θα μείνει πρώτο, αλλά χωρίς αυτοδυναμία και με περιορισμένες δυνατότητες συνεργασιών. Αν όμως αγγίξει εξίσου και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τότε η Ν.Δ. μπορεί να ανανεώσει τη θητεία της, έστω με μικρότερο ποσοστό.
Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική σταθερότητα της επόμενης περιόδου θα εξαρτηθεί από τη συμμετοχή – όχι από τις μεταγραφές ή τα νέα κόμματα. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να επανακινητοποιήσει τους αποστασιοποιημένους ψηφοφόρους της για να έχει ελπίδες τρίτης θητείας. Αν όχι, η χώρα μάλλον θα οδηγηθεί σε μια νέα περίοδο πολιτικού κατακερματισμού, όπου κανείς δεν θα μπορεί να κυβερνήσει σταθερά. Οι επόμενες εκλογές, όποτε κι αν διεξαχθούν, θα κριθούν από τους απόντες. Η αποχή θα μετατραπεί σε καθοριστικό πολιτικό παράγοντα, που μπορεί να ανατρέψει ισορροπίες χωρίς να εμφανιστεί νέο κόμμα ή νέα ιδέα.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.