Τότε, η κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού οδήγησε σε ένα εκλογικό τοπίο με επτά κόμματα να εισέρχονται στη Βουλή, αλλά κανένα να μη συγκεντρώνει ποσοστό πάνω από το 20%, προκαλώντας αστάθεια και ανάγκη για επαναληπτικές εκλογές έναν μήνα αργότερα. Ακολούθησε η βραχύβια κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου που παρέδωσε την εξουσία στο δίδυμο Τσίπρα – Καμμένου με τα γνωστά αποτελέσματα. Η πολυδιάσπαση εκείνης της περιόδου δεν προέκυψε τυχαία. Ηταν αποτέλεσμα της συσσωρευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας κατά των παραδοσιακών κομμάτων, της εμφάνισης νέων πολιτικών σχημάτων και της ενίσχυσης των αντισυστημικών δυνάμεων. Ετσι οδηγηθήκαμε σε πολιτική αστάθεια, παρατεταμένη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές και καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων, με βαριές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή.

Σήμερα, παρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτη δύναμη κοντά στο 30%, οι εσωτερικές ρήξεις που εκδηλώθηκαν με αφετηρία είτε τα εθνικά θέματα, είτε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ακόμη και η υποψία ύπαρξης σκανδάλων στη διαχείριση της εξουσίας προβληματίζουν τους ψηφοφόρους της. Η πρόσφατη διαγραφή Σαμαρά και η δημόσια αντιπαράθεση για την περίοδο Καραμανλή έχουν εντείνει την αίσθηση διάσπασης στην κομματική βάση. Ετσι πολλοί παραδοσιακοί υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας δεν αποκλείεται να οδηγηθούν σε αποχή από τις κάλπες, ως διαμαρτυρία για τις διχαστικές εσωκομματικές κινήσεις. Η αποχή αυτή μπορεί να προσδώσει πρόσθετη δυναμική στις μικρότερες πολιτικές δυνάμεις, αναπαράγοντας τον κύκλο πολυδιάσπασης και αστάθειας που παρατηρήθηκε το 2012, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται για την αποτελεσματική διακυβέρνηση και την οικονομική σταθερότητα.

Ταυτόχρονα, η κομματική κατάτμηση στην αντιπολίτευση δημιουργεί τον κίνδυνο επανεμφάνισης ενός αντίστοιχου, με εκείνη την εποχή, τοπίου. Ηδη στο γνωστό σκηνικό, όπου το μεγαλύτερο κόμμα (ΠΑΣΟΚ ή Πλεύση) βρίσκεται κοντά στο 13%, έρχονται να προστεθούν δύο ακόμη φιλόδοξα εγχειρήματα. Ο Αλέξης Τσίπρας σχεδιάζει την ίδρυση νέου πολιτικού φορέα, ενδεχομένως την άνοιξη, πιθανόν και νωρίτερα, ενώ κερδίζει έδαφος η φήμη περί ίδρυσης νέου πολιτικού σχηματισμού με επικεφαλής την Καρυστιανού. Με δύο ακόμη κόμματα ο κίνδυνος περαιτέρω κατακερματισμού του πολιτικού χώρου της Κεντροαριστεράς πολλαπλασιάζεται.

Δεν ξέρουμε πότε θα αποφασίσει να πάει σε εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αυτό μάλλον θα εξαρτηθεί από τις πιθανότητες διεκδίκησης μιας τρίτης θητείας, αλλά έχουμε μπροστά μας μια σειρά από πιθανά σενάρια και επιπτώσεις.

Πρώτον, να πάμε σε επαναληπτικές εκλογές, πιθανόν και σε τρίτες, εάν κανένα κόμμα δεν εξασφαλίσει σαφές προβάδισμα. Η περίοδος της πολιτικής αβεβαιότητας μπορεί να επεκταθεί επί μακρόν, όπως έγινε το 2012, όταν το αίτημα και νέων εκλογών ήταν σταθερά στο τραπέζι μέχρι που φτάσαμε στη διάλυση της Βουλής εξαιτίας της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, στο τέλος του 2014.

Δεύτερον, να πάμε σε σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, αλλά ποιος και με ποιον; Ο κατακερματισμός ενδεχομένως επιβάλλει ευρύτερες κυβερνητικές συνεργασίες με μεγάλους πολιτικούς συμβιβασμούς σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η δημοσιονομική πολιτική, αλλά και η εξωτερική.

Τρίτον, να οδηγηθούμε σε γενικευμένη πολιτική αποσταθεροποίηση και παράταση της ακυβερνησίας που θα υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη και θα εντείνει την κοινωνική δυσαρέσκεια, επιδεινώνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.

Νομίζω πως είναι μάταιο να ζητήσουμε από τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είτε βρίσκονται εντός, είτε εκτός Βουλής, και πολύ περισσότερο από εκείνους που κάνουν σχέδια επί χάρτου να αναλάβουν την ευθύνη αποφυγής της κρίσης. Μοιραία το βάρος πέφτει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, που έχει μια καθαρή πλειοψηφία στη Βουλή και συμπαγή επιρροή στο εκλογικό σώμα, για να αναλάβει διορθωτικές πρωτοβουλίες. Είναι ανάγκη να δώσει σαφές στίγμα σταθερότητας και αποτελεσματικότητας με μέτρα που στοχεύουν στη στήριξη των πιο ευάλωτων και στη μείωση των ανισοτήτων. Οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ, για τις οποίες καλλιεργούνται μεγάλες προσδοκίες, πρέπει να στοχεύουν στην ανάπτυξη χωρίς να θιγούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Η κοινωνία ζητά διαφάνεια παντού με αναθεώρηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και η κυβέρνηση δεν πρέπει να την απογοητεύσει.

Τέλος, ο πρωθυπουργός, τώρα που είναι ακόμη ισχυρός και δεν αμφισβητείται από πουθενά, πρέπει να προωθήσει εσωκομματικές διαδικασίες διαλόγου, δίνοντας χώρο σε όλες τις τάσεις του κόμματος και διασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με ευρεία υποστήριξη. Η πορεία που ξεκίνησε το 2019 είναι ανάγκη να συνεχιστεί και μετά τις επόμενες εκλογές.