Η απόφαση του Μάριο Ντράγκι να «τυπώσει χρήμα» προκάλεσε ανακούφιση στην ευρωζώνη, παρά τις αντιρρήσεις των  Γερμανών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το οικονομικό τοπίο θα γίνει αυτομάτως ρόδινο.
Η στροφή της ΕΚΤ είναι περισσότερο μια κίνηση απόγνωσης καθώς στην ευρωζώνη σοβεί ο αντιπληθωρισμός και ο κίνδυνος της ύφεσης. Ο αντιπληθωρισμός είναι η σταδιακή μείωση των τιμών  (το αντίθετο του πληθωρισμού) που τροφοδοτεί το φαύλο κύκλο της ύφεσης, καθώς καταναλωτές και επενδυτές αναβάλλουν  τις κινήσεις τους περιμένοντας χαμηλότερες τιμές.
Στην ουσία, ξεκινά μια σημαντική στροφή στην οικονομική πολιτική της ευρωζώνης με τη νέα φάση «ενέσεων ρευστότητας» με φθηνά μακροπρόθεσμα δάνεια προς τις τράπεζες (TLTRO – Targeted Long Term Refinancing Operations) στην οποία προχωρά σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τον Οκτώβριο η ΕΚΤ θα ανακοινώσει και νέα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «τύπωμα χρήματος» με αγορές ομολόγων και τιτλοποιημένων δανείων από τις τράπεζες για να διοχετευτεί χρήμα στο σύστημα, ακολουθώντας την ίδια γραμμή που εφήρμοσε τα τελευταία χρόνια η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα.
Τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης έχουν και την αθέατη όψη τους. Τα οφέλη του φθηνού δανεισμού και των αγορών ομολόγων δεν μοιράζονται ομοιόμορφα στην οικονομία και την κοινωνία. Ενισχύουν κυρίως  τις τράπεζες και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα, χωρίς αυτό να αναιρεί τη θετική επίδραση που έχουν συνολικά στην οικονομία.
Το 2012, η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας, αξιολογώντας τη δική της ποσοτική χαλάρωση που εφήρμοσε από το 2009, υπολόγισε σε ειδική έκθεσή της, ότι το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η αξία των μετοχών και των ομολόγων κατά 26% αλλά το 40% των κερδών κατευθύνθηκε στο 5% των νοικοκυριών.
Η τράπεζα βέβαια κατέληγε στο συμπέρασμα ότι παρά την άνιση κατανομή, το συνολικό όφελος ήταν σημαντικό διότι χωρίς την ποσοτική χαλάρωση η συνολική ανεργία θα ήταν μεγαλύτερη, η οικονομική ανάπτυξη μικρότερη και θα είχαν κλείσει περισσότερες επιχειρήσεις.
Αντίστοιχα ευρήματα έχουν προκύψει και στις ΗΠΑ, όπου το πλουσιότερο 10% επωφελήθηκε περισσότερο από το «αποτέλεσμα πλούτου» (wealth effect) δηλαδή το γεγονός ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έχουν την τάση να ξοδεύουν ή να επενδύουν περισσότερα όταν έχουν την αίσθηση ότι η περιουσία τους αυξήθηκε.
Η ποσοτική χαλάρωση πράγματι είχε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αλλά αυτό ωφέλησε κυρίως τα πλουσιότερα στρώματα της κοινωνίας.
Στο κάτω-κάτω για να επωφεληθείς από το «αποτέλεσμα πλούτου», πρέπει να διαθέτεις… πλούτο.
Την ώρα όμως που οι «τόνοι ρευστότητας» την οποία διοχέτευαν οι κεντρικές τράπεζες οδηγούσαν στα ύψη μετοχές, ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, η μεγάλη μάζα των νοικοκυριών βρισκόταν με το μαχαίρι στο λαιμό, αντιμετωπίζοντας τη μεγάλη ανεργία, την αποπληρωμή των δανείων και τη μείωση των εισοδημάτων.
Στην Ευρώπη, μάλιστα, συμβαίνει και κάτι άλλο: Την ώρα που «τύπωμα χρήματος» θα δίνει οξυγόνο κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στις μεγάλες επιχειρήσεις και στα πλουσιότερα νοικοκυριά, οι εργαζόμενοι θα βλέπουν τα εργασιακά δικαιώματα και τα δημόσια αγαθά (παιδεία, υγεία κ.λπ.) να υποχωρούν περισσότερο, στο πλαίσιο των «διαρθρωτικών αλλαγών» οι οποίες προωθούνται για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Στην Ελλάδα, βέβαια, το πρόβλημα είναι οξύτερο.
Η «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά για να αναταχθεί η πραγματική οικονομία και η απασχόληση χρειάζονται μέτρα τόνωσης των επενδύσεων και χαλάρωσης της λιτότητας από την πλευρά των κυβερνήσεων, όπως άλλωστε έχει επισημάνει και ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι. Κι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα.