Μέσα στο ιδιαίτερα προβληματικό οικονομικό περιβάλλον όπου ζούμε, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να αξιολογήσουμε τις προτεραιότητες που έχουν θέσει οι πρωταγωνιστές της πολιτικής και οικονομικής ζωής.

Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε ότι στο ενδεκάμηνο του 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα, ήτοι τα χρήματα που περισσεύουν στον προϋπολογισμό όταν πληρωθούν όλα τα έξοδα εκτός από τους τόκους των δανείων, έφτασε τα 7,6 δισ. ευρώ, ενώ ο στόχος ήταν 4 δισ. ευρώ και πέρυσι στην αντίστοιχη περίοδο το πλεόνασμα ήταν 4,6 δισ. ευρώ.

Λίγο αργότερα, ο επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γιώργος Πιτσιλής σε επιστολή του προς τους εργαζομένους παρουσίασε ως μία από τις δύο μεγάλες επιτυχίες της υπηρεσίας την υπέρβαση των στόχων για τα έσοδα κατά 420 εκατ. ευρώ.

Είναι φανερό δηλαδή ότι το να εμφανίζει ο προϋπολογισμός περίσσευμα είναι κάτι που θεωρείται a priori καλό και όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες κινητοποιούνται στην κατεύθυνση αυτή – μάλιστα επαίρονται για την επίτευξη και υπέρβαση των στόχων.

Η ΑΑΔΕ -στην ουσία η Εφορία- είναι πλέον ανεξάρτητη αρχή η οποία δεν υπάγεται, ούτε λογοδοτεί στην κυβέρνηση.

Η ανεξαρτησία της Εφορίας είναι κάτι που επιβλήθηκε από τους δανειστές, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό κάλυψαν έναν δικό τους στόχο: να εξασφαλίσουν ότι, βρέξει-χιονίσει, ανεξάρτητα από την πολιτική συγκυρία, ο εισπρακτικός μηχανισμός θα μαζεύει τα χρήματα που χρειάζονται για να επιτυγχάνονται οι στόχοι και να προκύπτει και το περίσσευμα από το οποίο θα αποπληρώνεται το χρέος. Οι δανειστές επέβαλαν έναν μηχανισμό που θα διασφαλίζει ότι θα πάρουν πίσω τα δανεικά που έχουν δώσει.

Επί της αρχής, η «ανεξαρτησία» κάποιων Αρχών είναι επιθυμητή, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η μικροπολιτική και η διαφθορά αποτελούν διαχρονικές παθογένειες τμημάτων του δημοσίου τομέα. Από αυτή την πλευρά, η ανεξαρτητοποίηση των εισπρακτικών μηχανισμών από τις κακές πλευρές του δημοσίου τομέα είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη.

Ωστόσο, η είσπραξη των φόρων δεν είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή της οικονομίας, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής και βασική παράμετρο της αναπτυξιακής διαδικασίας.

Οι φορολογικές υπηρεσίες παγκοσμίως στην πλειονότητά τους υπάγονται στο υπουργείο Οικονομικών, με σημαντικό βαθμό αυτονομίας μεν, αλλά χωρίς να λειτουργούν ανεξάρτητα ως «μαύρο κουτί».

Επιπλέον, η μεγάλη «επιτυχία» της υπερκάλυψης των στόχων για τα έσοδα οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, σε αστυνομικού τύπου μέτρα, με μαζικές κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, με τυφλά και ισοπεδωτικά κριτήρια, ανεξαρτήτως της προέλευσης των οφειλών, της οικονομικής κατάστασης των φορολογουμένων ή των επιπτώσεων στην πιθανή επιχειρηματική τους δραστηριότητα και τους εργαζομένους που ενδεχομένως απασχολούν.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι η υπερβολική αυστηρότητα και η ακαμψία του συστήματος έχουν επικριθεί και από τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος επισήμανε ότι πολλές περιπτώσεις αντίκεινται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου.

Σε περιβάλλον υπερφορολόγησης και αντικειμενικής φορολογικής αδικίας (αφού η φοροδιαφυγή παραμένει εκτεταμένη) η εξοντωτική εισπρακτική προσπάθεια καταλήγει να λειτουργεί σε βάρος της αγοράς και της οικονομικής ανάπτυξης.

Η προτεραιότητα τώρα πρέπει να είναι η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και όχι η επίτευξη υπερπλεονασμάτων και η υπέρβαση των εισπρακτικών στόχων.
Είναι καιρός να αναθεωρηθούν όχι μόνο οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, αλλά και οι μηχανισμοί που έχουν τεθεί σε λειτουργία για τη συγκέντρωση των εσόδων.