Οι συζητήσεις για το πώς θα αντιμετωπιστεί το Brexit βρίσκουν την Ε.Ε. χωρισμένη σε αρκετά κομμάτια. Σε σχέση με το πώς βλέπουν το μέλλον διαμορφώνονται τρία στρατόπεδα. Εκείνο του σκληρού πυρήνα, όπου κυριαρχεί η Γερμανία, απέναντι στην οποία υπάρχει πλέον το πρόπλασμα ενός μετώπου των Νοτίων -που μένει να δείξει αν θα έχει συνέχεια και συνοχή- και, τέλος, οι χώρες Βίζεγκραντ, που προέρχονται από το πρώην ανατολικό μπλοκ.

Το μέτωπο του Νότου δεν είναι ομοιογενές, αλλά υπάρχουν ορισμένα θέματα για τα οποία διαμορφώνεται μια κοινή συνισταμένη επιδιώξεων. Η Γαλλία δίνει έμφαση στα θέματα ασφάλειας και άμυνας τόσο για να καλύψει τις ανάγκες του εσωτερικού ακροατηρίου όσο και για οικονομικούς, αφού αποτελεί έναν από τους πέντε μεγαλύτερους παραγωγούς και εξαγωγείς όπλων παγκοσμίως. Το γεγονός ότι η Γερμανία ανήκει επίσης στην πρώτη πεντάδα εξηγεί γιατί τα πρώτα σχέδια που συζητούνται για την ευρωπαϊκή απάντηση στο Brexit είναι η δημιουργία Ευρωστρατού και οικονομικά κίνητρα για τη χρηματοδότηση των κοινών αμυντικών δαπανών. Μπορεί η Ε.Ε. να μη συζητά τα ευρωομόλογα για επενδύσεις ή κοινωνικές δαπάνες, αλλά φαίνεται ότι ευχαρίστως μπαίνει στο τραπέζι το αν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν ευρωπαϊκά εξοπλιστικά projects, και μάλιστα υψηλής τεχνολογίας – ψηφιακής, διαστημικής, ρομποτικής.

Στο κάτω – κάτω είναι γνωστό ότι τα αμυντικά προγράμματα είναι ένας καλός τρόπος να χρηματοδοτείς κρίσιμες βιομηχανίες και να υποστηρίζεις την οικονομία, ενώ λόγω του απόρρητου χαρακτήρα τους δύσκολα τεκμηριώνονται οι κρατικές ενισχύσεις. Ποιος άραγε γνωρίζει αν και πόσα χρήματα βρίσκονται πίσω από επιτυχημένες εταιρείες τεχνολογίας της Silicon Valley μέσω αμερικανικών αμυντικών προγραμμάτων.

Τα αμυντικά σχέδια στηρίζει ασμένως και η Ιταλία. Η Ισπανία και η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχουν αντιρρήσεις, ενώ οι τρεις αυτές χώρες μαζί με τις άλλες του Νότου θέτουν με έμφαση το θέμα της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της χαλάρωσης της λιτότητας.

Υπάρχει επομένως μια κοινή ατζέντα που μπορεί να στηρίξει την εξέλιξη του μετώπου αυτού στην πορεία των συζητήσεων για το μέλλον της Ευρώπης.

Αντίθετες σε κάθε συζήτηση για χαλάρωση της λιτότητας είναι οι χώρες του σκληρού πυρήνα, με πρώτη τη Γερμανία, οι οποίες συνδέουν κάθε βήμα ενοποίησης και κοινών εγγυήσεων με παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας και αποδοχή σκληρών κανόνων οικονομικής πειθαρχίας, η οποία μάλιστα θα πρέπει να εφαρμόζεται με αυτόματο τρόπο χωρίς να υπάρχει δυνατότητα πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Στο θεσμικό πεδίο, η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του Νότου, τάσσονται υπέρ της ενοποίησης με ενισχυμένο ρόλο για την Κομισιόν, η οποία θεωρείται ότι μπορεί να λειτουργήσει ως προστάτης των μικρότερων χωρών εξισορροπώντας τα εθνικά συμφέροντα.

Από την άλλη, η ομάδα Βίζεγκραντ είναι αντίθετη σε οποιοδήποτε ομοσπονδιακό βήμα και υποστηρίζει τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της συνεργασίας.

Οι διαφορές μεταξύ των στρατοπέδων είναι πολλές, σημαντικές και ουσιαστικές.

Το πρόβλημα, επίσης, είναι ότι ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων και των ηγεσιών διαμορφώνονται στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας αντιδράσεις στο ευρωπαϊκό project για τελείως αντίθετους λόγους. Την ώρα που στον Νότο η ανεργία και η φτώχεια αποδίδονται στη λιτότητα που επιβάλλει το Βερολίνο, στην ευημερούσα Γερμανία ενισχύονται τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα όσων δεν θέλουν τους μετανάστες ή πιστεύουν ότι η χώρα τους πληρώνει τα σπασμένα των Νοτίων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν επενδύσει πάρα πολλά στο σχέδιο της ενοποίησης για να το αφήσουν να διαλυθεί, ενώ η λογική λέει ότι μια πιο ισορροπημένη ανακατανομή στις σχέσεις κόστους και οφέλους θα είχε για καθένα από τα μέλη καλύτερα αποτελέσματα από τη διάλυση της Ε.Ε.

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση του «Πρώτου Θέματος»