Στην πραγματικότητα, όμως, οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται έχουν κατά κύριο λόγο χαρακτήρα οριακών διορθώσεων σε επιμέρους ζητήματα, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «μεταρρύθμιση». Επιπλέον, γίνεται μια εσωτερική αναδιανομή πόρων και βαρών του συστήματος η οποία δημιουργεί νέες αδικίες και στρεβλώσεις.

Μια βασική κριτική στο προηγούμενο σύστημα ήταν το υψηλό επίπεδο των εισφορών, οι οποίες συνδέθηκαν με το ύψος του δηλούμενου εισοδήματος για τους αυτοαπασχολούμενους. Τώρα πλέον καταργείται η σύνδεση με το εισόδημα και οι ασφαλισμένοι της κατηγορίας αυτής καλούνται να επιλέξουν ελεύθερα από έξι διαφορετικά ποσά εισφορών. Είναι κάτι αντίστοιχο με τις ασφαλιστικές κλάσεις που ίσχυαν παλιότερα, με τη διαφορά ότι η επιλογή τώρα είναι ελεύθερη, ενώ με τις κλάσεις η εισφορά αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου.

Με τον τρόπο αυτό όμως καταργείται η σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα, η οποία ως γενική αρχή συνδέεται με τον κοινωνικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης. Με την αποσύνδεση, ουσιαστικά κινητροδοτούνται οι έχοντες υψηλότερα εισοδήματα προκειμένου να πληρώνουν τα ελάχιστα στον κρατικό ΕΦΚΑ και να αναζητούν διέξοδο στην ιδιωτική ασφάλιση. Περαιτέρω, οι μεν έχοντες αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να επιλέξουν τις φθηνές εισφορές, αλλά εκείνοι που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερα, αφού το ελάχιστο ύψος των εισφορών, στη χαμηλότερη κατηγορία, αυξάνεται σε σχέση με το παρελθόν.

Εδώ βέβαια κρύβεται άλλη μια προαιώνια στρέβλωση στην Ελλάδα, αφού η συντριπτική πλειονότητα των αυτοαπασχολουμένων δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα γιατί κρύβουν τα πραγματικά, γεγονός που σημαίνει ότι οι πραγματικά φτωχοί επιβαρύνονται ενώ οι έξυπνοι βολεύονται ακόμα μια φορά.

Επιπλέον, η δυνατότητα επιλογής δεν υπάρχει για τους μισθωτούς, οι οποίοι αναγκαστικά θα χρηματοδοτούν με υψηλό ποσοστό των εισοδημάτων τους το κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ και η μισθωτή εργασία θα παραμείνει «ακριβή» σε βάρος της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, λόγω του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα εισφορών υγείας οι μισθωτοί θα επιδοτούν την περίθαλψη των αυτοαπασχολουμένων.

Δημιουργείται με λίγα λόγια ένα σύστημα δύο ταχυτήτων το οποίο είναι αντίθετο με τη λογική της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία βασίζεται στην αλληλεγγύη, αλλά και με τη λογική ότι πρέπει να λειτουργεί ως ένα ισόρροπο σύστημα το οποίο αποτελεί και εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη. Βέβαια, η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, αφού εντάσσεται στη λογική της διαρκούς μείωσης των αμοιβών της εργασίας και των κοινωνικών παροχών προς τους εργαζομένους, οι οποίες διαρκώς θυσιάζονται στο όνομα μιας αναγκαιότητας που αποδίδεται στον ανταγωνισμό.

Οι συντάξεις αποδεσμεύονται από την κοινωνική πολιτική και μετατρέπονται σε ένα επενδυτικό προϊόν το οποίο δεν μπορούν να απολαύσουν όλοι σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο στο τέλος του επαγγελματικού τους βίου, αλλά μόνο οι πλέον «ανταγωνιστικοί».

Θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές ελλείψεις, στρεβλώσεις και επιμέρους αστοχίες εφόσον βρισκόμασταν μπροστά σε μια ουσιαστική και μακρόπνοη μεταρρύθμιση που ίσως είχε και επώδυνες πτυχές, αλλά θα διασφάλιζε τους ευρύτερους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, όπως η μετάβαση σε ένα νέο υπόδειγμα παραγωγικής οικονομίας η οποία σε ένα ορατό βάθος χρόνου θα άλλαζε προς το καλύτερο την οικονομία και την κοινωνία. Και το κυριότερο, εφόσον οι αλλαγές είχαν προκύψει μέσα από έναν ευρύτερο κοινωνικό διάλογο.

Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ενα κακό σύστημα που επεβλήθη υπό την πίεση των μνημονίων, των δανειστών και της χρεοκοπίας απλώς μπαλώθηκε, κατά κύριο λόγο με κάποιες διευκολύνσεις σε στρώματα που υποτίθεται ότι αποτελούν την προνομιακή εκλογική πελατεία του κυβερνώντος κόμματος.