Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα οδηγήσει σε αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος και όποιος ελέγχει τις τράπεζες θα διαμορφώσει τον νέο επιχειρηματικό χάρτη στην Ελλάδα, ενώ θα καθορίσει και τους όρους αναδιανομής της ακίνητης περιουσίας για ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης.

Το κλειδί είναι ο χρόνος και η μέθοδος που θα εφαρμοστεί για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, αλλά και για τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων». Μέσω των τραπεζών και της αξιολόγησης των προβληματικών δανείων θα αποφασιστεί ποιες χρεωμένες επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε πτώχευση και ποιες θα αλλάξουν χέρια.

Ευνόητο είναι ότι αυτή δεν είναι μια ψυχρή, τεχνοκρατική και αντικειμενική διαδικασία, καθώς εμπλέκονται μεγάλα συμφέροντα τα οποία ενδιαφέρονται να αποκτήσουν εταιρείες, αλλά και πρόσβαση στην ελληνική αγορά, ή ακόμα να αγοράσουν εκκαθαριζόμενα περιουσιακά στοιχεία σε χαμηλές τιμές. Εχει σημασία, λοιπόν, ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), οπότε το Ελληνικό Δημόσιο θα διατηρήσει έναν βαθμό ελέγχου και παρέμβασης.

Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν έχει αντιμετωπιστεί και συνεχώς διογκώνεται, εμποδίζοντας στην ουσία και τη λειτουργία των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη.
Η ελληνική πλευρά παρουσίασε μια πρόταση για μια κατά το δυνατόν ήπια διαχείριση του ζητήματος, με ένα πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας για τα αδύναμα νοικοκυριά και τη δημιουργία ενός φορέα διαχείρισης ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη και κοινωνικά κριτήρια. Το ζήτημα είναι πού θα μπει ο πήχης γιατί αν ισχύσουν τα κριτήρια που είχαν γνωστοποιηθεί προ καιρού, τα οποία ήταν αντίστοιχα με εκείνα του νόμου που ίσχυσε το 2014, η προστασία θα καλύπτει μικρό αριθμό νοικοκυριών στα χαμηλότερα εισοδηματικά και περιουσιακά κλιμάκια.

Εκεί θα φανεί λοιπόν κατά πόσο η κυβέρνηση θα καταφέρει να προστατεύσει τα σπίτια της μεσαίας τάξης, η οποία με πετσοκομμένα εισοδήματα αντιμετωπίζει δανειακά βάρη τα οποία σε πραγματικά μεγέθη αυξήθηκαν κατά 35%-40% λόγω της εσωτερικής υποτίμησης. Ενα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση που πήρε ένα δάνειο 100, με εισόδημα 100 και αξία ακινήτου 100, βρίσκεται σήμερα με εισόδημα 70 (στην καλύτερη περίπτωση), αξία ακινήτου 50, ενώ το δάνειο παραμένει 100. Είναι η μεγάλη αδικία, που δεν αφορά μόνο όσους βρίσκονται σε αδυναμία, αλλά και εκείνους που καταφέρνουν να είναι συνεπείς στην αποπληρωμή των δανείων τους.

Ομως ορισμένοι από την πλευρά των δανειστών προβάλλουν αντιρρήσεις και τάσσονται υπέρ του να λειτουργήσουν οι κανόνες της αγοράς με μεταβίβαση των προβληματικών δανείων σε «εταιρείες-κοράκια» που ειδικεύονται στην αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων από πτωχευμένες εταιρείες και νοικοκυριά. Μετά την καταστροφή που έχει υποστεί η μεσαία τάξη τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει η παραμικρή νομιμοποίηση της κυβέρνησης να επιτρέψει το τελειωτικό χτύπημα στην ακίνητη περιουσία. Η όποια λύση θα πρέπει να εξασφαλίζει χρόνο και να δίνει τη δυνατότητα σταδιακής προσαρμογής ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από καλύτερη θέση όταν η οικονομία και τα εισοδήματα θα ανακάμψουν.