Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, όλα δείχνουν ότι την επόμενη ημέρα η κατάσταση θα είναι αρκετά δύσκολη για την κυβέρνηση που θα αναλάβει καθήκοντα.

Οι μνημονιακές υποχρεώσεις προσδιορίζουν έναν εξαιρετικά δεσμευτικό οδικό χάρτη, η υλοποίηση του οποίου αναγκαστικά θα φέρει οδυνηρά μέτρα με υψηλό κοινωνικό και πολιτικό κόστος.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της προεκλογικής ρητορικής και των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν ότι προσπάθησαν να πείσουν ότι είναι σε καλύτερη θέση ο ένας από τον άλλο για να παίξουν “άμυνα” στο μνημόνιο. Να συνεχίσουν δηλαδή τη διαπραγμάτευση για τα θέματα που έχουν μείνει ανοικτά και να καταφέρουν, με εναλλακτικές πολιτικές, να μειώσουν την ανάγκη για εξεύρεση εσόδων μέσα από περικοπές και υψηλή φορολογία.

Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένους τομείς υπάρχουν περιθώρια χειρισμών από την ελληνική κυβέρνηση, παρά τον ασφυκτικό “κορσέ” του μνημονίου. Το θέμα των κόκκινων δανείων είναι ένα από αυτά, όπως και οι αποκρατικοποιήσεις αλλά και η ασφαλιστική μεταρρύθμιση.

Στα ζητήματα αυτά πολλά θα κριθούν από τη δυνατότητα της επόμενης κυβέρνησης να παρουσιάσει μέτρα τα οποία θα καλύπτουν τις απαιτήσεις των δανειστών, αλλά θα έχουν τις λιγότερες δυνατές αρνητικές συνέπειες στο εσωτερικό της χώρας.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι εάν θα καταφέρει η επόμενη κυβέρνηση να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της οικονομίας, το οποίο θα επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και θα δημιουργήσει απασχόληση και εισόδημα.

Γιατί η στρατηγική ανασυγκρότησης της οικονομίας δεν περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο. Είναι αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης να παρουσιάσει ένα αναλυτικό πρόγραμμα και μάλιστα έχει αναλάβει την υποχρέωση να το κάνει με βάση τη συμφωνία με τους δανειστές.

Τον Οκτώβριο πρέπει να παρουσιαστεί το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της αγροτικής οικονομίας και μέσα στο 2016 ένα ευρύτερο πρόγραμμα, το οποίο θα αφορά το σύνολο της οικονομίας. Και τα προγράμματα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές.

Πρόκειται δηλαδή για δύο κείμενα που θα προσδιορίσουν τις συνθήκες για την ελληνική οικονομία τις επόμενες δεκαετίες και από τα οποία θα κριθεί εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να βγει στον αφρό ή θα παραμείνει κολλημένη στη στασιμότητα και την υστέρηση σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό.

Λογικά, αυτά τα δύο προγράμματα θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας, με τις πολιτικές δυνάμεις να αντιπαρατίθενται, προβάλλοντας προτάσεις και επιχειρήματα για το πώς θα ξανακτιστεί η ελληνική οικονομία.

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε, καθώς η προεκλογική εκστρατεία κινήθηκε γύρω από τα αναμενόμενα χωρίς να θίξει την καρδιά του ζητήματος:

Πώς δηλαδή η χώρα θα παράγει πλούτο την επόμενη ημέρα; Ποιο θα είναι το πρόγραμμα ανασυγκρότησης και παραγωγικής επανεκκίνησης;

Για μια ακόμη φορά τα πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν κατώτερα των περιστάσεων.