Από το καθεστώς διαρκών τριβών με τους δανειστές των τελευταίων δύο ετών περάσαμε πλέον σε μια νέα φάση, όπου κυβέρνηση και θεσμοί με τις δηλώσεις τους δείχνουν να ταυτίζονται ως προς τους στόχους που θέτουν για το επόμενο διάστημα, ήτοι την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, την προσέλκυση επενδύσεων και την οικονομική ανάκαμψη.

Πέρα, όμως, από τις δηλώσεις και τη ρητορική, επί της ουσίας δεν είναι βέβαιο ότι οι επιδιώξεις είναι κοινές και για τις δύο πλευρές. Ασφαλώς, αμφότερες έχουν λόγο να επιδιώκουν την επάνοδο της χώρας μας στις αγορές με νέες εκδόσεις ομολόγων.

Η μεν ελληνική κυβέρνηση το επιθυμεί για να δοθεί ένα σήμα σταθεροποίησης προκειμένου να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις, ενώ και οι δανειστές θέλουν να δείξουν ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα εφαρμόζει το -γερμανικής έμπνευσης- οικονομικό δόγμα της Ευρωζώνης, όλα μπαίνουν σε τάξη και έρχεται το success story.

Από εκεί και πέρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η περίφημη «επάνοδος στην κανονικότητα» δεν σημαίνει επιστροφή στον παράδεισο, αφού στην Ελλάδα διαχρονικά κυριαρχεί ένα προβληματικό και εσωστρεφές οικονομικό μοντέλο, με χαμηλές ξένες επενδύσεις και εξαγωγές, μικρή παραγωγή και μεγάλο ποσοστό υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας που ανακυκλώνονται στο εσωτερικό.

Ο πρωθυπουργός, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα σε οικονομικό συνέδριο, τάχθηκε κατά της άποψης ότι η Ελλάδα πρέπει να μετατραπεί σε οικονομία εντάσεως εργασίας που θα στηρίζει την ανταγωνιστικότητά της στους χαμηλούς μισθούς και τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Προφανώς η θέση αυτή εκφράζει την πλειονότητα των εργαζομένων αλλά και ευρύτερα την κοινωνία.

Ακριβώς εκεί, στο χαμηλό εργασιακό κόστος βασίζονται οι πολιτικές που επιβάλλουν οι δανειστές. Εκεί επίσης βασίζεται και η λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας μας, ο τουρισμός.

Ο πρωθυπουργός είπε, επίσης, ότι η χώρα μας διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να είναι μια οικονομία εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης, η παραγωγή της οποίας θα βασίζεται στην υψηλή προστιθέμενη αξία.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το ίδιο έχουν στο μυαλό τους και οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες στις χώρες του οικονομικού πυρήνα της Ευρωζώνης, οι οποίες θέλουν να διαφυλάξουν για τον εαυτό τους τον ρόλο της.

Μπορεί εμείς να λέμε μεταξύ μας ότι θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα Silicon Valley, αλλά στη διάρκεια της κρίσης τα δημιουργικά μυαλά από τον ευρωπαϊκό Νότο συρρέουν στο Βερολίνο και άλλες πόλεις του Βορρά.

Είναι δεδομένο ότι οι δανειστές δεν έχουν κανέναν λόγο -το αντίθετο μάλιστα- να μετατρέψουν την Ελλάδα σε παραγωγό υψηλής τεχνολογίας.

Εχουν κάθε συμφέρον η Ελλάδα να γίνει μια χώρα χαμηλού κόστους, όπου θα επενδύσουν εκείνοι φθηνά σε υποδομές, επιχειρήσεις, γη και ακίνητα, η οποία θα πληρώνει τα δάνειά της.

Θα χρειαστούν σχέδιο, ανατροπή σχεδόν των πάντων σε παραγωγικές δομές και θεσμούς, αλλά και σκληρή μάχη για να διεκδικήσει η Ελλάδα μια διαφορετική θέση στον νέο ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Ολα αυτά απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις στο εσωτερικό, οι οποίες, όμως, ακόμα δεν φαίνονται στον ορίζοντα.