Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι κατέβασε τον πήχη για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση δηλώνοντας: «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε πλήρη έκθεση βιωσιμότητας μέχρι να υπάρξουν περισσότερες λεπτομέρειες για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους».

Ο κ. Ντράγκι απαντούσε σε ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας Νίκου Χουντή σχετικά με την έκθεση βιωσιμότητας που θα πρέπει να συντάξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την οποία θα εξαρτηθεί άλλωστε και κατά πόσον θα ενταχθούν και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα μηνιαίων αγορών που βρίσκεται σε εξέλιξη, τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση ή QE.

Στην ουσία ο πρόεδρος της ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι το περιεχόμενο των αποφάσεων δεν είναι επαρκές για να αξιολογηθούν οι συνέπειές τους και επομένως μέχρι να γίνει αυτό δεν τίθεται θέμα ένταξης της Ελλάδας στο QE.

Η δήλωση του κ. Ντράγκι έχει δύο προεκτάσεις. Αφενός ξεκαθαρίζει ότι προς το παρόν δεν υπάρχει ο «καθαρός διάδρομος» αφού πολλές λεπτομέρειες μένουν αδιευκρίνιστες.

Πολλώ δε μάλλον, που οι τελικές αποφάσεις εξαρτώνται από την πολιτική συγκυρία, όπως για παράδειγμα από τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν στη γερμανική κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η δήλωση Ντράγκι αντανακλά και μια πίεση από την πλευρά του προς τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, κατ’ εξοχήν δε προς τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προκειμένου να προχωρήσουν το ταχύτερο στην εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και συντάσσεται ως προς το σημείο αυτό με το ΔΝΤ το οποίο και αυτό θεωρεί ότι δεν υπάρχει αρκετή σαφήνεια ως προς το τι θα γίνει τελικά με την Ελλάδα.

Είναι γνωστό ότι ο κ. Ντράγκι και ο κ. Σόιμπλε έχουν βαθιές αντιθέσεις, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και συνολικά για τη χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ. Δεν είναι επομένως ακόμα ορατό πότε θα ληφθούν οι αποφάσεις για το χρέος και θα γίνει η ένταξη της Ελλάδας στο QE.

Πιθανότατα αυτό θα συμβεί περί τα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2018, δηλαδή κυριολεκτικά στο παρά πέντε, καθώς λογικά τα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν πριν το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, έτσι ώστε η Ελλάδα να έχει αποκτήσει τη δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές, όπως άλλωστε καταγράφεται ρητά στην απόφαση του Eurogroup.

Άλλωστε η μέχρι σήμερα εμπειρία από τη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος δείχνει ότι η ευρωζώνη ποτέ δεν βιάστηκε να λάβει τις αποφάσεις, αλλά αντιθέτως τις άφηνε για τη στιγμή που τα πράγματα έφταναν στο «μη παρέκει».

Προτού η Ελλάδα ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να εκδώσει ομόλογα, σε μικρές διάρκειες και για μικρά ποσά, για να μεταδώσει ένα θετικό μήνυμα στις διεθνείς αγορές.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα αλλάξει ριζικά την εικόνα, καθώς τα ποσά θα είναι σε κάθε περίπτωση τα ποσά θα είναι μικρά, ενώ στην πραγματικότητα τα κεφάλαια που θα προσελκυστούν θα έχουν κυρίως βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και δεν είναι θεσμικοί, μακροπρόθεσμοι επενδυτές στους οποίους θα μπορεί να βασιστεί το Κράτος για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του συστηματικά στο μέλλον.

Για να εκπληρωθεί ο στόχος αυτός υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα και θα χρειαστεί η βοήθεια της ευρωζώνης και μετά το 2018, έστω με τη μορφή προληπτικής στήριξης του ESM.

Στην ουσία, όμως, η βασική προϋπόθεση είναι να περάσει η ελληνική οικονομία σε φάση διαρκούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχει διασφαλιστεί.