Είπε το λογικό και το αυτονόητο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Οτι αν στην κυβέρνηση βρεθεί η Νέα Δημοκρατία, η παράταξή του θα στηρίξει μια πιθανή προσπάθεια της τελευταίας να μειώσει τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα – ήτοι το ποσό που πρέπει να περισσεύει στον Προϋπολογισμό αφού πληρωθούν όλες οι δαπάνες, εκτός από εκείνες για τόκους του χρέους. Το έκανε μάλιστα σε συνέντευξη στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, που απευθύνεται σε διεθνές κοινό – κι αυτό έχει τη σημασία του.

Ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5%, στον οποίο έχει δεσμευτεί η Ελλάδα, είναι πολύ υψηλός, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η χώρα μας έχει χάσει το 27% του ΑΕΠ της.

Στο ελληνικό πολιτικό παιχνίδι δεν συνηθίζεται να αναγνωρίζονται στον αντίπαλο ακόμα και προφανείς λογικές θέσεις. Το σύστημα δεν είναι μαθημένο σε συναινέσεις, ούτε καν σε συνεννοήσεις, αντιθέτως είναι εθισμένο σε μια ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση, η οποία έχει στόχο την κατάκτηση της εξουσίας έτσι ώστε η ομάδα που θα κερδίσει να διαχειριστεί το κράτος σε μια πελατοκεντρική λογική: «Ο,τι πούμε εμείς είναι σωστό και ό,τι λένε οι άλλοι είναι λάθος». Και τούτο ισχύει για όλες τις παρατάξεις.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η συζήτηση για τη δήλωση Τσακαλώτου, που διαφοροποιήθηκε από την «οπαδική λογική», δεν εστιάστηκε στην πολιτική ουσία, αλλά στην πολιτικάντικη παραφιλολογία – αν θεώρησε ή όχι πιθανή τη νίκη της Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, παρότι δεν είχε πει κάτι τέτοιο. Δεν θα μας εξέπληττε καθόλου, μάλιστα, αν παρασκηνιακά υπήρξαν στον ΣΥΡΙΖΑ και γκρίνιες για την ουσία της πολιτικής τοποθέτησης του Τσακαλώτου.

Είναι ενδεικτικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ευχαρίστησε μεν τον κ. Τσακαλώτο, αλλά δεν απέφυγε τον πειρασμό να επαναφέρει τη συζήτηση στο κλασικό πλαίσιο της κομματικής αντιπαράθεσης, αντί να κάνει κι αυτός ένα βήμα προς την εθνική συνεννόηση. Ο πρόεδρος της Ν.Δ. ευχαρίστησε τον κ. Τσακαλώτο επειδή «παραδέχθηκε επιτέλους ότι τα πλεονάσματά του καταστρέφουν την οικονομία και δεσμεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει την προσπάθεια που καταβάλλω εδώ και 3 χρόνια για να τα μειώσω».

Λες και ο Τσακαλώτος, ο Χαρδούβελης ή ο Βενιζέλος και όλοι οι υπουργοί Οικονομικών επί μνημονίων συμφώνησαν από μόνοι τους στα μεγάλα πλεονάσματα. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι κυβερνήσεις είχαν προσπαθήσει να τα αποφύγουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι παράλογα υψηλοί στόχοι για τα πλεονάσματα επιβλήθηκαν από τους δανειστές -εν πλήρει γνώσει τους ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν- επειδή είναι απαραίτητοι για να βγαίνουν οι εικονικές προβλέψεις για την εξέλιξη του χρέους και να δικαιολογείται η θέση τους ότι δεν χρειάζεται κούρεμα.

Η «ποδοσφαιρική» αντιμετώπιση στην πολιτική ζωή έχει υπερισχύσει σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και είναι και αυτή μία από τις αιτίες που οδηγηθήκαμε στην κρίση. Αν δεν αλλάξει αυτή η λογική, δύσκολα θα βγούμε από αυτή.

Η ανάταξη της οικονομίας είναι εθνικό θέμα με το οποίο συνδέονται και τα θέματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Τα οικονομικά προβλήματα είναι τόσο μεγάλα και διαχρονικά που χρειάζονται ριζικές αλλαγές, οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν χωρίς ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις και τούτο ανεξάρτητα από τη βούληση του εκάστοτε ηγέτη.

Οι συνεννοήσεις και οι ώριμες πολιτικές αντιπαραθέσεις είναι από μόνες τους αναπτυξιακός καταλύτης και αν τελικά επικρατήσουν, θα αλλάξει και η στάση των ξένων επενδυτών απέναντι στη χώρα.