Δεν υπάρχει πιο καθαρό σημάδι ότι ένα νέο επεισόδιο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης είναι επί θύραις από τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την περασμένη εβδομάδα.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έδωσε στοιχεία που δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία φρενάρει ξανά και έσπευσε να δείξει ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να τη στηρίξει με μέτρα όπως η περαιτέρω μείωση των -ήδη μηδενικών έως αρνητικών- επιτοκίων της, ένας νέος γύρος φθηνών δανείων για τις τράπεζες, χωρίς να αποκλείεται και νέο τύπωμα χρήματος με μαζικές αγορές ομολόγων – η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση.

Προς το παρόν ανακοινώθηκε ότι οι τράπεζες θα έχουν για άλλη μία φορά πρόσβαση σε πάμφθηνο χρήμα, ενώ εάν δίνουν δάνεια στις επιχειρήσεις πάνω από κάποιους προκαθορισμένους στόχους θα χρεώνονται με αρνητικό επιτόκιο, πρακτικά δηλαδή θα επιδοτούνται.

Είναι φανερό ότι οι συνέπειες του εμπορικού πολέμου και η επιβράδυνση των εξαγωγικών κλάδων στην Ευρώπη έχουν τρομάξει την ΕΚΤ και όχι μόνο. Πριν από τον Ντράγκι ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Τζέι Πάουελ είχε δηλώσει και αυτός έτοιμος να μειώσει τα επιτόκια εάν η οικονομία της χώρας του, που αναπτύσσεται δυναμικά, επηρεαστεί από τον εμπορικό πόλεμο του Ντόναλντ Τραμπ εναντίον της Κίνας, αλλά πλέον και του Μεξικού.

Ο κ. Ντράγκι αποχωρεί από τη θέση του το φθινόπωρο και μένει να φανεί εάν ο διάδοχός του θα είναι κι εκείνος στη γραμμή της χαλαρής νομισματικής πολιτικής ή, αντιθέτως, θα αναλάβει κάποιο γεράκι της γερμανικής σχολής η οποία είναι εξαρχής αντίθετη με τις παρεμβάσεις στήριξης.

Το πρόβλημα είναι ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ αποτρέπουν τα χειρότερα, αλλά δεν αντιμετωπίζουν την ουσία του προβλήματος. Αλλωστε ο ίδιος ο κ. Ντράγκι τόνισε με έμφαση ότι τα δικά του μέτρα θα πρέπει να συνοδευτούν από αποφάσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για αύξηση των δημοσίων δαπανών, για επενδύσεις και για κατανάλωση.
Και τούτο για να τονωθεί η πραγματική οικονομία και όχι μόνο η αγορά των «χαρτιών», των μετοχών και των ομολόγων, που ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι της νομισματικής χαλάρωσης μέχρι σήμερα. Η τεράστια ρευστότητα που χορήγησε η ΕΚΤ τα προηγούμενα χρόνια τροφοδότησε ένα ράλι στην αγορά μετοχών και ομολόγων και όχι παραγωγικές επενδύσεις.

Στην πράξη όλοι γνωρίζουν ότι οι παραινέσεις Ντράγκι απευθύνονται στη Γερμανία που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες για αύξηση των δημοσίων δαπανών, αλλά και τη μεγαλύτερη ανάγκη σήμερα, αφού οι εξαγωγές της πλήττονται από τον διεθνή εμπορικό πόλεμο και χρειάζεται να αυξήσει την εσωτερική κατανάλωση για να αντισταθμίσει τις απώλειες. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και η χώρα με τις ισχυρότερες αντιδράσεις στα μηδενικά επιτόκια και το τύπωμα χρήματος της ΕΚΤ, αλλά και στις προτάσεις για αύξηση δημοσίων δαπανών στο εσωτερικό.

Είναι φανερό ότι οι φόβοι για επικείμενες αναταράξεις επιβεβαιώνονται και το διεθνές περιβάλλον δεν θα είναι υποστηρικτικό για την ελληνική οικονομία, η οποία βρίσκεται μεν σε φάση ανάκαμψης, είναι όμως και ιδιαίτερα ευάλωτη και συνδεδεμένη με την πορεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.