Η έναρξη των τεχνικών συζητήσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών δείχνει μεν ότι η Ελλάδα επιδιώκει ενεργά την υλοποίηση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Eurogroup της 25ης Φεβρουαρίου, αλλά εμπεριέχει και ορισμένα ρίσκα.
Οσο τεχνικές και να είναι οι συζητήσεις, στην πραγματικότητα αποτελούν ουσιαστική διαπραγμάτευση σε πολλά επίπεδα.
Το πρώτο ζήτημα είναι ότι από τα οικονομικά μεγέθη που θα καταγραφούν θα εξαρτηθεί και ο βαθμός της πίεσης για λήψη νέων μέτρων προκειμένου να καλυφθούν τα όποια κενά στον Προϋπολογισμό.

Είναι πολύ πιθανό, μάλιστα, οι δανειστές να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία των τεχνικών διαβουλεύσεων για να περάσουν απαιτήσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνία του Eurogroup και να επαναφέρουν στην ουσία κεφάλαια του μνημονίου τα οποία η ελληνική πλευρά απορρίπτει.

Πέρα από τα δημοσιονομικά, υπάρχουν και θέματα που έχουν ιδεολογική σημασία για τους δανειστές, όπως τα μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη μείωση του κόστους του ασφαλιστικού συστήματος και, βέβαια, οι αποκρατικοποιήσεις, ζητήματα που αποτελούν κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση.

Στο πεδίο αυτό η συνεργασία με τον ΟΟΣΑ προσδίδει ένα σημαντικό επιχείρημα, μια «πιστοποίηση» του ελληνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, την οποία ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, αν και ορισμένες φιλελεύθερες συνταγές του ΟΟΣΑ θα δυσαρεστήσουν την αριστερή βάση της κυβέρνησης.

Ωστόσο, στο θέμα των δημοσιονομικών μεγεθών, εάν κρίνουμε από τη συμπεριφορά των κλιμακίων στο παρελθόν και αν συνυπολογίσουμε και την ένταση που σκοπίμως εισάγει στη διαπραγμάτευση η άλλη πλευρά, πρωτοστατούντος του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, βάσιμα μπορούμε να προβλέψουμε ότι με την τεχνική διαβούλευση οι εταίροι θα επιχειρήσουν να μας ψήσουν το ψάρι στα χείλη.

Στην περίπτωση αυτή, η ελληνική πλευρά κινδυνεύει να βρεθεί σε μια επικίνδυνη θέση: να αναλώσει πολλή ενέργεια, πολιτικό κεφάλαιο και χρόνο για επίπονες συζητήσεις για τα μεγέθη του Προϋπολογισμού και άλλα τεχνικά ζητήματα, πιεζόμενη διαρκώς για μέτρα που θα κλείσουν τρύπες, χωρίς να της δίνεται η ευκαιρία να ανοίξει την ουσιαστική συζήτηση που είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, η ανάπτυξη και η επόμενη μέρα για τη χώρα.

Στο πεδίο αυτό, η άμυνα της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η παρουσίαση, το ταχύτερο και με δική της πρωτοβουλία, μέτρων τα οποία θα μπορούν να ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα. Η ανακοίνωση της ρύθμισης των 100 δόσεων είναι μια απόφαση στην κατεύθυνση αυτή. Ισως όμως χρειαστούν και άλλα μέτρα.

Μήπως η κυβέρνηση θα πρέπει «να δαγκώσει τη σφαίρα» με αποφάσεις για έκτακτες δράσεις που θα κλείσουν για μικρό αλλά κρίσιμο χρονικό διάστημα το ζήτημα των εσόδων και της χρηματοδότησης ώστε να αποφύγει την παγίδα που έχουν στήσει οι δανειστές με την αξιολόγηση;

Οταν μιλάμε για έσοδα, ασφαλώς δεν μιλάμε για ευχάριστα μέτρα, αλλά, όπως δείχνουν οι μετρήσεις, η κυβέρνηση διαθέτει μέχρι στιγμής εξαιρετικά μεγάλη υποστήριξη στην κοινωνία, με αποτέλεσμα η συγκυρία να είναι η καταλληλότερη για να δράσει.

Απέναντι στον προφανή και κλιμακούμενο εκβιασμό των δανειστών, πέρα απο την πολιτική διαπραγμάτευση, το μόνο όπλο στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι αποφασιστικές, επεξεργασμένες και αποτελεσματικές ενέργειες από την πλευρά της κυβέρνησης. Οι ατελείς προτάσεις, έστω και στη σωστή κατεύθυνση, δεν είναι αρκετές.

Ο χρόνος δεν κυλάει προς το δικό μας όφελος.