Κάθε φορά που οι Αμερικανοί έχουν εκλογές όλος ο κόσμος παρακολουθεί με προσοχή. Αυτή τη φορά, όμως, ο πλανήτης κρατάει την ανάσα του. Αν εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, η πολιτική της χώρας μπορεί να περάσει σε αχαρτογράφητα νερά, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Τι μπορεί να περιμένει κάποιος εάν γίνει πλανητάρχης και πάρει στα χέρια του τους κωδικούς των πυρηνικών όπλων ένας άνθρωπος με επιχειρηματολογία πολλές φορές χειρότερη και από εκείνη ενός 10χρονου παιδιού;

Το ζήτημα όμως είναι ότι ακόμα και εάν κερδίσει η Χίλαρι Κλίντον, το πρόβλημα που ανέδειξε η εκτόξευση του Ντόναλντ Τραμπ στο πολιτικό σκηνικό δεν θα εξαφανιστεί.
Είναι φανερό ότι ο ιδιόρρυθμος επιχειρηματίας επωφελήθηκε από την ψήφο διαμαρτυρίας μεγάλης μερίδας πολιτών οι οποίοι αισθάνονται ξεχασμένοι από το σύστημα, βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να υποχωρεί διαρκώς, ενώ αισθάνονται ότι δεν «ακούγονται» και δεν εκπροσωπούνται σε ένα πολιτικό σύστημα όπου η Δημοκρατία διαρκώς φθείρεται προς όφελος της οικονομικής εξουσίας.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό. Η πορεία της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία χρόνια έχει στριμώξει τη μεσαία τάξη στον ανεπτυγμένο κόσμο και αυτή συχνά αντιδρά ανταποκρινόμενη στον ακραίο εθνικιστικό και επιφανειακά αντισυστημικό πολιτικό λόγο, κυρίως της Ακροδεξιάς.

Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες τα εισοδήματα παραμένουν σχεδόν στάσιμα σε όρους παραγωγικότητας, οι ανισότητες αυξάνονται, ενώ τα νοικοκυριά αύξησαν τον δανεισμό τους για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο τροφοδοτώντας τα υπερκέρδη των τραπεζών.

Με το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, το σύστημα έδειξε τα όριά του. Στην Ευρώπη, ακόμα και στις πλούσιες χώρες του Βορρά, ο μέσος πολίτης βλέπει ότι η σύνταξή του δεν είναι πια δεδομένη, ενώ η εργασιακή ανασφάλεια είναι πια ο κανόνας.

Το χειρότερο είναι ότι οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες των Συντηρητικών και των Σοσιαλιστών που επικράτησαν μεταπολεμικά έχουν πλέον ταυτιστεί με το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο, οπότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος η εθνικιστική λαϊκιστική ρητορική.

Δεν είναι τυχαίο ότι στις πολιτικές θέσεις των ακραίων κομμάτων κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο η κριτική στην παγκοσμιοποίηση και ένα κάλεσμα για επιστροφή στα εθνικά οικονομικά σύνορα και τον προστατευτισμό.

Είτε πρόκειται για την «επιστροφή των εργοστασίων από την Κίνα στις ΗΠΑ» του Ντόναλντ Τραμπ, είτε για την έξοδο από το ευρώ της Μαρίν Λεπέν, είτε για τον αντιευρωπαϊκό λόγο των ακροδεξιών της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία».

Η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και οι τάσεις προστατευτισμού εκφράζονται πλέον και από μετριοπαθέστερα κόμματα, κυρίως συντηρητικού προσανατολισμού, αλλά πρόκειται περισσότερο για ανακλαστική αντίδραση μιας επιστροφής στις «παλιές καλές ημέρες» παρά για επεξεργασμένη πολιτική πρόταση.

Μπορεί τα όρια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να έγιναν ορατά, αλλά το ερώτημα είναι: μπορεί να μεταρρυθμιστεί το σύστημα ή πρέπει να πισωγυρίσει;

Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος όμως ότι είναι δυνατόν να κλείσουν τα οικονομικά σύνορα χωρίς να δημιουργηθούν τεράστιες τριβές και συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων πόλων, ότι δηλαδή μπορεί να φρενάρει αναίμακτα η παγκοσμιοποίηση.

Μπορεί ο ανεπτυγμένος κόσμος να υποφέρει καθώς χάνει έδαφος μέσα στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, αλλά αντίθετα οι αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκουν σε αυτήν το δικό τους Ελντοράντο και διεκδικούν τον δικό τους οικονομικό, αλλά και γεωπολιτικό χώρο.

Μπορεί ο Τραμπ να θέλει να κλείσει την πόρτα στα κινέζικά προϊόντα, αλλά τους Κινέζους τούς ρώτησε;

*Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ