Ντόναλντ Τραμπ εναντίον Σι Τζινπίνγκ και Google εναντίον Huawei σε ένα νέο είδος τεχνοπολέμου του 21ου αιώνα. Μία σύγκρουση που είχε «προβλέψει» ο Θουκυδίδης
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα πολλοί επαναπαύτηκαν, εκτιμώντας ότι μπλοφάρει ή ότι απλώς ελίσσεται για να πετύχει καλύτερη εμπορική συμφωνία και ότι δεν θα εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα.

Τα κινεζικά προϊόντα έχουν εκτοπίσει αντίστοιχα αμερικανικά που παράγονταν από χαμηλής ειδίκευσης εργάτες στην πάλαι ποτέ βιομηχανική -και σήμερα «σκουριασμένη»- ζώνη των ΗΠΑ, την κοιτίδα των υποστηρικτών του Τραμπ.

Καθώς ο τελευταίος ετοιμάζεται για την εκλογική αναμέτρηση του 2020, τι πιο λογικό από το να φουντώσει το πράγμα, σκέφτηκαν ορισμένοι.

Υπάρχει όμως και μια άλλη σχολή σκέψης, η οποία βλέπει στην αντιπαράθεση με την Κίνα μια θεμελιώδη αναμέτρηση μεταξύ δύο κόσμων, με αντικείμενο το ποιος θα είναι το αφεντικό του πλανήτη στον 21ο αιώνα. Μια αναμέτρηση που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει όλα τα πεδία: εμπόριο, οικονομία, διεθνείς σχέσεις και, μοιραία, άμυνα.

Μάλιστα μιλούν για την «παγίδα του Θουκυδίδη», τον όρο που χρησιμοποιείται στη θεωρία των διεθνών σχέσεων για να περιγράψει την εκδήλωση μιας προληπτικής σύγκρουσης από μια ισχυρή δύναμη, τις ΗΠΑ εν προκειμένω, που φοβάται ότι θα εκθρονιστεί από μια άλλη ανερχόμενη, την Κίνα.

Ο Θουκυδίδης, που θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, τον 5ο αιώνα π.Χ. απέδωσε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στην ανησυχία της Σπάρτης, η οποία εξέλαβε ως απειλή την ανερχόμενη τότε Αθήνα. «Ηταν η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που ενέπνευσε στη Σπάρτη οι αιτίες που έκαναν τον πόλεμο αναπόφευκτο», έγραφε τότε.

Οι μεγάλες οικονομίες είναι τόσο διασυνδεδεμένες που το σενάριο ενός κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου προκαλεί τρόμο. Ολοι οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προειδοποιούν ότι ήδη η παγκόσμια οικονομία «φρενάρει», ενώ εάν η σύγκρουση κλιμακωθεί μπορεί να οδηγηθούμε σε μια νέα παγκόσμια κρίση με ανεξέλεγκτες συνέπειες.

Αλλωστε οι δασμοί είναι δίκοπο μαχαίρι. Οι βιομηχανίες χάλυβα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ μπορεί να κερδίσουν από τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, αλλά από τους δασμούς-αντίποινα των Κινέζων πλήττονται οι αμερικανικές εξαγωγές τεχνολογικών προϊόντων, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και οι αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που θα πληρώνουν ακριβότερα τον μη κινεζικό εξοπλισμό. Ηδη το πρώτο τρίμηνο φέτος οι αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα υποχώρησαν 19%, ενώ οι κινεζικές προς τις ΗΠΑ λιγότερο, κατά 14%.

Επιπλέον, ουδείς θέλει να φανταστεί σενάρια ανεξέλεγκτων καταστάσεων, όπου όλες οι χώρες εισέρχονται σε έναν γενικευμένο εμπορικό πόλεμο με αύξηση των δασμών. Ειδικά αν η Κίνα χρησιμοποιήσει ως όπλο το νόμισμά της, υποτιμώντας το ή αν αρχίσει να ξεφορτώνεται το «βουνό» των αμερικανικών ομολόγων 1,1 τρισ. δολαρίων που κατέχει.

Ειδικά στις ΗΠΑ οι δασμοί ξυπνούν δυσάρεστες μνήμες, αφού η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκαν προστατευτικά ήταν το 1929, όταν αυξήθηκαν κατά 45% με τον περίφημο νόμο Smoot-Hawley. Ο νόμος πέρασε λίγο καιρό πριν από το μεγάλο κραχ του 1929 και οι ιστορικοί ακόμα δεν έχουν ξεκαθαρίσει κατά πόσο οι δασμοί ήταν μία από τις αιτίες της κρίσης που τελικά οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το κείμενο για τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ, πάντως, δεν αφήνει αμφιβολίες. Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό.

Η Κίνα περιγράφεται ως στρατηγικός ανταγωνιστής που πρέπει να συγκρατηθεί σε όλα τα μέτωπα: οικονομικό, στρατιωτικό και, το κυριότερο, τεχνολογικό.

Η τεχνολογία είναι και το κλειδί για όλα τα υπόλοιπα, καθώς ιερό δισκοπότηρο θεωρείται πλέον η τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία διεξάγεται μια κούρσα χωρίς προηγούμενο από τις μεγάλες δυνάμεις.

Εκτιμάται μάλιστα ότι όποιος φτάσει πρώτος στην τεχνητή νοημοσύνη θα έχει κατακτήσει και την απόλυτη στρατιωτική κυριαρχία. Απέναντί της τα παραδοσιακά οπλικά συστήματα θα μοιάζουν όπως οι μεσαιωνικοί πολιορκητικοί κριοί απέναντι σε ένα αεροπλανοφόρο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν στις αρχές του 2018 είχε αναφερθεί στην τεχνητή νοημοσύνη ως το υπέρτατο οπλικό σύστημα, ενώ φέτος εξήγγειλε ένα πρόγραμμα συνεργασίας όλων των κρατικών φορέων για μια εθνική στρατηγική στην τεχνητή νοημοσύνη με εφαρμογή στον στρατιωτικό τομέα.

Είναι επίσης ενδεικτικό ότι τις τελευταίες εβδομάδες η αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα άλλαξε πίστα. Υστερα από διαδοχικές ανακοινώσεις επιβολής δασμών εκατέρωθεν, που ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ, η αμερικανική κυβέρνηση, για λόγους «εθνικής ασφάλειας», ανακοίνωσε κυρώσεις και εμπόδια πρόσβασης στην αμερικανική αγορά κατά κινεζικών εταιρειών τεχνολογίας, με πρώτη και καλύτερη την κατασκευάστρια εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών Huawei.

Λίγες ημέρες αργότερα, η αμερικανική Google έσπευσε να ευθυγραμμιστεί, ανακοινώνοντας ότι θα κόψει τη Huawei από τις αναβαθμίσεις του λειτουργικού Android για smartphones, ενώ δεν θα επιτρέπει την πρόσβασή της σε δημοφιλείς εφαρμογές όπως οι gmail, Google Play, Chrome, YouTube, Google Maps κ.λπ.

Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ υιοθέτησε έντονα πατριωτική ρητορική και κάλεσε σε εθνική συστράτευση, σε μια νέα «Μεγάλη Πορεία» -αναφορά στην πορεία του Μάο Τσε Τουνγκ το 1934-, ζητώντας από τους πολίτες να επιδείξουν αντοχή στις επερχόμενες δυσκολίες και αντιπαραθέτοντας τα 5.000 χρόνια ιστορίας της Κίνας, κατά τα οποία η χώρα άντεξε σε πολλές θύελλες και καταιγίδες.

Η Huawei απέρριψε όλες τις κατηγορίες, ενώ ανακοίνωσε ότι οι εξελίξεις δεν την πτοούν διότι εδώ και καιρό προετοιμαζόταν για κάτι τέτοιο αναπτύσσοντας δικές της αντίστοιχες εφαρμογές και λογισμικό.

Εχουμε λοιπόν από τη μια πλευρά την κινεζική Huawei να χαρακτηρίζεται κόκκινο πανί σε θέματα κυβερνοασφάλειας από τις ΗΠΑ, και από την άλλη την αμερικανική Google να υιοθετεί τη γραμμή της αμερικανικής κυβέρνησης απειλώντας με έξωση την Huawei από ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς.

Ο τεχνοπόλεμος του 21ου αιώνα

Αναδεικνύεται λοιπόν ένα νέο είδος πολέμου, ο τεχνο-πόλεμος του 21ου αιώνα, όπου τα κράτη μάχονται δι’ αντιπροσώπων (proxy war), μέσα από μεγάλες εταιρείες οι οποίες ελέγχουν απίστευτους πόρους και επιρροή.
Είναι άραγε σύμπτωση το ότι η Huawei ενοχοποιήθηκε από τις ΗΠΑ μόλις ξεπέρασε την αμερικανική Apple στην κατασκευή smartphones και βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση παγκοσμίως, μετά την κορεατική Samsung;

Ή ότι η Huawei είναι leader στην κατασκευή εξοπλισμού για τα δίκτυα 5ης γενιάς (5G) που έρχονται παγκοσμίως για να στηρίξουν τη νέα τεχνολογική εξέλιξη που ακούει στο όνομα Internet of Things, όπου όλα, συσκευές, αυτοκίνητα, κτίρια, αλλά και οι άνθρωποι -μέσα από τα smartphones τους και τις συσκευές που φοριούνται (wearables)- θα είναι διασυνδεδεμένα;

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αφορμή για την αναζωπύρωση του εμπορικού πολέμου με την αύξηση των δασμών από τις ΗΠΑ προ δύο εβδομάδων ήταν το ότι στις εμπορικές διαπραγματεύσεις που ήταν σε εξέλιξη οι Κινέζοι αρνήθηκαν να δεσμευτούν για αλλαγή της νομοθεσίας τους σε θέματα πνευματικών δικαιωμάτων, εμπορικών μυστικών και αναγκαστικής μεταφοράς τεχνολογίας. Θέματα δηλαδή που βρίσκονται στον πυρήνα της ανησυχίας των ΗΠΑ ότι οι Κινέζοι αντιγράφουν τεχνολογικά μυστικά με τα οποία κάποια στιγμή ίσως ξεπεράσουν τις ΗΠΑ.

Προ δύο μηνών, δε, οι ΗΠΑ είχαν πιέσει τη Γερμανία να απαγορεύσει την πρόσβαση της Huawei στα γερμανικά δίκτυα 5G, απειλώντας, σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν, ότι σε διαφορετική περίπτωση θα διακόψουν τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της αντικατασκοπίας.

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν βάλει αυστηρούς περιορισμούς και υψηλές προδιαγραφές σε θέματα κυβερνοασφάλειας στις κινεζικές εταιρείες, αλλά ουδείς έχει ξεχάσει τις αποκαλύψεις του 2013 για το πώς η αμερικανική NSA «άκουγε» τους Ευρωπαίους ή εκείνες του Εντουαρντ Σνόουντεν για μαζικές παρακολουθήσεις από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες με τη συνεργασία εταιρειών τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ κράτησε αποστάσεις και απέρριψε τις αμερικανικές πιέσεις να κλείσει την πόρτα στην Huawei .

Οι ευρω-κινεζικές σχέσεις, πάντως, ίσως αναδειχθούν σε μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους του διεθνούς γεωπολιτικού παιχνιδιού που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Η Ευρωζώνη δε είναι και αυτή καθαρός εξαγωγέας και επηρεάζεται αρνητικά από κάθε πλήγμα στο διεθνές εμπόριο, έστω και έμμεσο, αφού οι οικονομίες είναι αλληλοεξαρτώμενες. Οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ βασίζονται -σε σημαντικό μέρος- στις εισαγωγές εξοπλισμού από τη Γερμανία. Οι Γάλλοι, δε, εξάγουν σχεδόν το 75% των ειδών πολυτελείας που παράγουν στην Κίνα.

Η Κίνα εξάλλου τροφοδοτεί σχεδόν το 90% της παγκόσμιας αγοράς με τις λεγόμενες «σπάνιες γαίες», υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των περισσότερων ηλεκτρονικών συσκευών.

Ευρώπη: Θύμα ή ρυθμιστής;

Το Βερολίνο κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα από τη στιγμή που ο Τραμπ απείλησε με την επιβολή δασμών στην «κορόνα του στέμματος» των Γερμανών: τα αυτοκίνητα, που αντιστοιχούν στο 25% των εξαγωγών τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, βέβαια, ανακοίνωσε προ ημερών ότι παγώνει τη λήψη σχετικής απόφασης για ένα εξάμηνο, αλλά το θέμα παραμένει ανοιχτό.

Ο άλλος μεγάλος ρεαλιστής των διεθνών σχέσεων της αρχαιότητας ήταν ο Κινέζος στρατηγός Σουν Τζου, ο οποίος στο βιβλίο «Η Τέχνη του Πολέμου» γράφει: «Στην πρακτική τέχνη του πολέμου το καλύτερο απ’ όλα είναι να κατακτήσεις τη χώρα του εχθρού ολόκληρη και ανέπαφη, το να καταστρέφεις δεν είναι καλό».

Η Κίνα, από την πλευρά της, έχει θέσει την Ευρώπη στο κέντρο της στρατηγικής της με την πρωτοβουλία του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού» (το πρότζεκτ «Belt and Road Initiative»), που προβλέπει οικονομική και εμπορική συνεργασία και σημαντικές κινεζικές επενδύσεις για υποδομές που θα εξασφαλίζουν τη ροή των προϊόντων σε όλη την Ευρώπη – κάτι σαν ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» που θα ενοποιήσει εμπορικά ολόκληρη την Ευρασία.

Είναι μια στρατηγική που δελεάζει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως όσες διψούν για επενδύσεις -ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα-, αλλά την ίδια στιγμή αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη από τη Γερμανία και τη Γαλλία, που βλέπουν την Κίνα ως σημαντικό ανταγωνιστή.

Η Γερμανία, για παράδειγμα, άσκησε έντονη κριτική στην απόφαση της κυβέρνησης Σαλβίνι στην Ιταλία να ενταχθεί στην πρωτοβουλία «Belt and Road Initiative», ενώ η Κομισιόν προωθεί σχέδια για να μπλοκάρει την εξαγορά κρίσιμων υποδομών από ξένες εταιρείες – κατά βάση κινεζικές ή ρωσικές.

Την ίδια στιγμή, όμως, 11 κράτη-μέλη της Ε.Ε. και 5 βαλκανικές χώρες (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία) έχουν ενταχθεί στην πρωτοβουλία «16+» για συνεργασία με την Κίνα.

Αργά ή γρήγορα, μάλλον η Ευρώπη θα κληθεί να διαλέξει στρατόπεδο και να αποφασίσει εάν η Κίνα είναι ένας ανταγωνιστής ή ένας ευπρόσδεκτος επενδυτής.

Ισως μάλιστα αυτή να κρίνει την έκβαση της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την Κίνα.

Εάν φυσικά στο μεταξύ η Ε.Ε. δεν έχει διαλυθεί από τις δικές της αντιφάσεις.