Η στροφή του Αλέξη Τσίπρα στον οικονομικό ρεαλισμό έχει γίνει σαφής από καιρό. Ηδη στην ομιλία του στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός είχε αναφερθεί με έμφαση στην επιχειρηματικότητα, στη δημιουργία πλούτου, στην οικονομική αποτελεσματικότητα, ακόμα και στη χρησιμότητα των ιδιωτικοποιήσεων.

Εγινε πλέον ξεκάθαρο και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ηγεσία επιχειρεί μια πολιτική και ιδεολογική στροφή, η οποία παραπέμπει περισσότερο σε ένα μετριοπαθές ευρωπαϊκό κόμμα με ορισμένα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, αλλά και με έμφαση στην αναδιανομή εισοδημάτων, στην προστασία των αδύνατων στρωμάτων και άλλες κοινωνικές πολιτικές που συνάδουν με τις αριστερές καταβολές.

Στην πραγματικότητα, η στροφή αυτή δεν είναι μια επιλογή, αλλά μια αναγκαστική αποδοχή της ευρωπαϊκής και της διεθνούς πραγματικότητας.

Η Ευρωζώνη έχει υιοθετήσει πλήρως τις οικονομικές πολιτικές συντηρητικού προσανατολισμού με νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, οι οποίες βασίζονται στα λεγόμενα «οικονομικά της προσφοράς», που θεωρούν ότι η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται το ευνοϊκότερο δυνατό πλαίσιο λειτουργίας για τις επιχειρήσεις, με τα λιγότερα εμπόδια, τη μικρότερη δυνατή δημόσια παρέμβαση και έναν μικρό δημόσιο τομέα χωρίς ελλείμματα.

Οι πολιτικές με αριστερό πρόσημο, εκείνες δηλαδή που βασίζονται στην ενίσχυση της ζήτησης, με τόνωση των εισοδημάτων και των επενδύσεων μέσα και από δαπάνες που γίνονται από το κράτος, απλώς απαγορεύονται. Στην Ευρωζώνη η απαγόρευση έχει ενσωματωθεί στις συνθήκες όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, με αποτέλεσμα να είναι κυριολεκτικά παράνομες οι κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές αύξησης των δημοσίων δαπανών υπέρ της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα αριστερά κόμματα δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα παραδοσιακά εργαλεία τους για να ασκήσουν εξουσία, πολύ δε περισσότερο που στην Ελλάδα υπάρχουν τα δεσμά της υπερχρέωσης και το μνημόνιο.

Ο μόνος δρόμος για να ασκήσει εξουσία ακόμα και μια αριστερή κυβέρνηση είναι να χρησιμοποιήσει κάποια «νεοφιλελεύθερα» εργαλεία για να φέρει την ανάπτυξη, έστω κι αν σκοπεύει να αποκηρύξει το υπόλοιπο της νεοφιλελεύθερης συνταγής, υποσχόμενη να δείξει κοινωνική ευαισθησία και να διαφυλάξει τα δημόσια αγαθά, όπως η Υγεία, η Παιδεία και η Κοινωνική Προστασία.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς το ζητούμενο σήμερα παντού είναι η ανταγωνιστικότητα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, ενώ το Κράτος Πρόνοιας είναι υπό διωγμό.

Με αυτούς τους περιορισμούς, μια προοδευτική πρόταση θα ήταν μια κοινωνία-υβρίδιο με την ανταγωνιστικότητα της Σιγκαπούρης και το Κράτος Πρόνοιας της Σουηδίας. Αλλά οι έννοιες αυτές είναι αντιφατικές και ίσως γι’ αυτό η πρόταση δεν υπάρχει.

Την ίδια στιγμή, μια χώρα μόνη της δεν μπορεί να πάει κόντρα στο ρεύμα και εάν το επιχειρήσει συναντά τοίχο, αλλά και παραδειγματική τιμωρία, καθώς το σύστημα πρέπει να αποδείξει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική».

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μια διέξοδος πιθανόν να είναι η αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη, αλλά στο επίπεδο αυτό οι εξελίξεις είναι αβέβαιες, ενώ τα πράγματα προχωρούν πολύ αργά.

Την περίφημη «ευρωπαϊκή στροφή» τη συζητάμε από το 2010, αλλά προς το παρόν κερδισμένοι βγαίνουν οι εθνικιστές και η Ακροδεξιά.
Φαίνεται ότι στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, το παλιό έχει πεθάνει, αλλά το καινούριο δεν έχει φανεί ακόμα.
Σε τέτοιες περιόδους οι μεταλλάξεις είναι αναγκαίες και συχνές, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε εκ των προτέρων ποια θα είναι η σωστή.

*Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ