Τα στοιχεία δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία: ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού -όπως άλλωστε και του δημόσιου- χρέους δεν πρόκειται να πληρωθεί.

Οι οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες αλλά ακόμα και προς τη ΔΕΗ ξεπερνούν τα 230 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 130% του ΑΕΠ, ενώ το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 320 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει περίπου το 177% του ΑΕΠ.

Είναι προφανές ότι η κατάσταση είναι αδιέξοδη και όπως η ελληνική κυβέρνηση απαιτεί από τους ξένους δανειστές να παραδεχθούν τη σκληρή αλήθεια, ότι δηλαδή το χρέος δεν πρόκειται να αποπληρωθεί στο σύνολό του, έτσι και η ίδια η ελληνική πολιτεία πρέπει να αποδεχθεί το γεγονός ότι οι Ελληνες φορολογούμενοι/ασφαλισμένοι/δανειολήπτες δεν πρόκειται να αποπληρώσουν όλα τα χρέη τους.

Και τούτο όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά επειδή δεν μπορούν, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειονότητά τους.

Ασφαλώς θα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις εκείνων που έχουν τη δυνατότητα αλλά δεν θέλουν να πληρώσουν και αντιπροσωπεύουν τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο», ο οποίος χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να απορρίπτονται οι λύσεις που βασίζονται σε διαγραφή χρεών.

Τον ηθικό κίνδυνο επικαλούνται οι τράπεζες για να απορρίπτουν το κούρεμα των κόκκινων δανείων, αλλά και οι δανειστές όταν αρνούνται τις προτάσεις για ευνοϊκές ρυθμίσεις στους οφειλέτες του Δημοσίου.

Είναι όμως παραπλανητικό να γίνεται συζήτηση για τέτοια θέματα με επίκληση της ηθικής.

Καταρχήν το ζήτημα είναι καθαρά οικονομικό και αυτό θα πρέπει να είναι το κυρίαρχο κριτήριο. Το ερώτημα είναι: μπορεί η οικονομία να κινηθεί όταν τη βαραίνει συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) άνω του μισού τρισ. ευρώ, το οποίο δεν είναι «βιώσιμο», δηλαδή δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί κανονικά;

Η απάντηση είναι «όχι» και το ξέρουν όλοι.

Εάν θέλαμε να δούμε το ζήτημα από την ηθική του πλευρά θα έπρεπε να εξετάσουμε κατά πόσον είναι ηθικό να πιέζεται κάποιος να επιστρέψει τις οφειλές επί ποινή κατάσχεσης και πλειστηριασμού, όταν την ίδια στιγμή ο πιστωτής είναι εκείνος που του στερεί τη δυνατότητα αποπληρωμής.

Θα έπρεπε, δηλαδή, να συζητήσουμε κατά πόσον είναι ηθικό το ελληνικό κράτος να επισπεύδει πλειστηριασμούς ακινήτων για οφειλές στην Εφορία, τη στιγμή που το ίδιο το Δημόσιο είναι εκείνο που οδηγεί τους πολίτες σε αδυναμία πληρωμής με την υπερφορολόγηση -εν μέσω ύφεσης και μειωμένων εισοδημάτων- την οποία ομολογούν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της Πολιτείας.

Θα έπρεπε ακόμη να δούμε κατά πόσο είναι ηθικό να χάσουν εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις τα σπίτια και τις περιουσίες τους προς όφελος των «κορακιών» που θα αγοράσουν τα κόκκινα δάνεια κοψοχρονιά.

Θα έπρεπε τέλος να σκεφτούμε κατά πόσον είναι ηθικό να παραβλέπεται το γεγονός ότι η χώρα μας υφίσταται τα τελευταία επτά χρόνια τις συνέπειες ενός στρεβλού προγράμματος το οποίο θυσίασε την Ελλάδα για να διασώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και το ευρώ.

Η συζήτηση για ηθικό κίνδυνο θα μπορούσε να γίνει υπό κανονικές συνθήκες.

Οι ποινές και η αυστηρή μεταχείριση σε μπαταχτσήδες έχουν νόημα σε οικονομίες και αγορές που λειτουργούν, έστω και στοιχειωδώς.

Στην Ελλάδα του 2016, όμως, ύστερα από επτά χρόνια μνημονίων και εννιά χρόνια σχεδόν συνεχούς ύφεσης είναι απορίας άξιο πώς υπάρχουν ακόμα δάνεια που εξυπηρετούνται κανονικά και φορολογούμενοι χωρίς ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Το ιδιωτικό χρέος είναι ένα εργαλείο για τη μεγαλύτερη αναδιανομή περιουσίας μετά την Κατοχή. Εάν δεν αντιμετωπιστεί με στοιχειωδώς δίκαιο τρόπο, θα καταστρέψει ένα σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης, με ζοφερές οικονομικές αλλά και πολιτικές συνέπειες.

Ο κόσμος δεν έφτασε μέχρι εδώ υπομένοντας τους φόρους, τα βάρη των τραπεζικών διασώσεων, την ανεργία και το ξήλωμα των κοινωνικών δομών για να χάσει και το τελευταίο του καταφύγιο προς όφελος κάποιων πλούσιων ανθρώπων και ξένων εταιρειών.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ