Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας αναγνώρισε εμμέσως, προς τιμήν του, το λάθος της διαδικασίας χαρακτηρίζοντάς το «εξαίρεση που δεν θα επαναληφθεί», αλλά το πολιτικό και ουσιαστικό ζήτημα παραμένει. Η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης καθώς και της ευθύνης αναθέτοντος εργολάβου έναντι των εργαζομένων είναι σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με τον πυρήνα του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης και θα έπρεπε να προηγηθεί αναλυτική διαβούλευση.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υποχρέωση του εργοδότη να αιτιολογεί την απόλυση, την οποία θέσπισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μόλις τον περασμένο Μάιο -προεκλογικά, είναι αλήθεια- λειτούργησε ως φρένο στις προσλήψεις ενώ οδηγούσε σε «στιγματισμό» των απολυομένων.

Πέραν του ότι τα επιχειρήματα αυτά απορρίπτονται από τα συνδικάτα, είναι αντικειμενικά δύσκολο να υποστηριχθεί ότι τόσο σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας από μια ρύθμιση που ίσχυσε μόνο για τρεις μήνες διαπιστώθηκαν και τεκμηριώθηκαν τόσο γρήγορα από μια νέα κυβέρνηση, η οποία μάλιστα «αναγκάστηκε» να νομοθετήσει επειγόντως.

Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ρύθμιση που ισχύει στο σύνολο των χωρών του πυρήνα της Ε.Ε. ήδη από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Εάν πράγματι υπήρχαν στοιχεία στη συγκεκριμένη ρύθμιση που τελικά λειτουργούσαν σε βάρος της απασχόλησης, αυτό θα έπρεπε να διερευνηθεί διεξοδικά, να συζητηθεί και να αναζητηθούν λύσεις.

Και επί της ουσίας, όμως, το κυβερνητικό επιχείρημα πάσχει. Με τη ρύθμιση που καταργήθηκε ο εργοδότης έπρεπε να αποδείξει ότι υπήρχε βάσιμος λόγος απόλυσης, ο οποίος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδέεται με τον εργαζόμενο και τη συμπεριφορά του ή με την επιχείρηση και πιθανά οικονομικά προβλήματά της.
Μια επιχείρηση με οικονομικά προβλήματα μπορούσε βάσιμα να τα επικαλεστεί για να προχωρήσει σε απόλυση. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι για μια κερδοφόρα επιχείρηση η απόλυση δεν ήταν εύκολη, εάν ο εργαζόμενος δεν έδινε κάποια σοβαρή αφορμή.

Και με το δεδομένο αυτό, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μια κερδοφόρα επιχείρηση να προχωρήσει σε κινήσεις όπως η αναδιάρθρωση του εργατικού δυναμικού της.

Συνήθως η αναδιάρθρωση αφορά θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών αμοιβών, τις οποίες οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν με κύριο γνώμονα το χαμηλό κόστος τους.

Αντίθετα, τις λεγόμενες «ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας» -οι οποίες υποτίθεται ότι αποτελούν το ιερό δισκοπότηρο που αναζητεί η κυβέρνηση- οι επιχειρήσεις τις διαφυλάσσουν σαν κόρη οφθαλμού, διότι φοβούνται μη χάσουν στελέχη με περιζήτητες δεξιότητες, συνήθως υψηλής εξειδίκευσης και μόρφωσης.

Είναι σαφές ότι οι εργοδοτικές οργανώσεις ήταν αντίθετες στην αιτιολογημένη απόλυση, ενώ οι ευκολότερες απολύσεις διευκολύνουν τις επιχειρήσεις στο να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις.

Κάποιος βαθμός ευελιξίας στην αγορά εργασίας θεωρείται, δυστυχώς, αναπόφευκτος μέσα στο οικονομικό περιβάλλον που ζούμε και υπό τις πιέσεις νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού που ασκούνται πανταχόθεν στις κοινωνίες από τις αγορές – και στην περίπτωση της Ελλάδας από τους δανειστές.

Το ζήτημα όμως είναι να μην ευνοούνται πρακτικές όπως η αντικατάσταση εργαζομένων πλήρους απασχόλησης με νέους μερικής απασχόλησης, ούτε η ταχεία αντικατάσταση υπαλλήλων για να μην προλαβαίνουν να θεμελιώνουν υψηλότερες αμοιβές και δικαιώματα.

Και γνωρίζουμε ότι, δυστυχώς, τέτοιες πρακτικές είναι αρκετά εκτεταμένες στην Ελλάδα, αφού το υψηλό ποσοστό ανεργίας και η στασιμότητα της οικονομίας αναγκάζουν τους εργαζομένους να αποδέχονται κάθε είδους παρατυπίες και εξαναγκασμούς.

Οι πρώτες κινήσεις της όμως στα εργασιακά δεν δείχνουν να εστιάζουν στη δημιουργία απασχόλησης, αλλά στην εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας για τους εργοδότες προκειμένου να αναδιανείμουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας.