Η ευρωπαϊκή οικονομία σέρνεται και σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να γίνει, πολύ περισσότερο που όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η χαμένη δεκαετία της κρίσης έχει αφήσει πίσω της κοινωνικές ομάδες ή ακόμα και ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές με μεγάλα οικονομικά προβλήματα.

Αυτή η κατάσταση επικρατεί στις περισσότερες χώρες -ακόμα και στη φαινομενικά ανθούσα Γερμανία- και έχει δημιουργήσει μεγάλη δυσαρέσκεια η οποία εκφράζεται με την πολιτική ενίσχυση των άκρων και του ευρωσκεπτικισμού.

Θεωρητικά σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να γίνει για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη. Ακόμα και το κατά κανόνα αυστηρό ΔΝΤ και η συγκρατημένη ΕΚΤ τακτικά υπογραμμίζουν ότι πρέπει τα κράτη-μέλη να χρησιμοποιήσουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς για να ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα, ήτοι να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις και κατανάλωση.

Ωστόσο, είναι φανερό ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν.

Η Γερμανία είναι ο βασικός αποδέκτης των συστάσεων για αύξηση των δημοσίων δαπανών (τη λεγόμενη «δημοσιονομική επέκταση») καθώς είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες δυνατότητες που θα μπορούσε να παρασύρει προς τα πάνω ολόκληρη τη Γηραιά Ηπειρο. Το πολιτικό κλίμα όμως δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο, αφού ένα τμήμα της κοινής γνώμης στη χώρα αυτή γαλουχήθηκε τα τελευταία χρόνια με τον μύθο των «τεμπέληδων του Νότου» τους οποίους πληρώνουν οι «ανταγωνιστικοί Γερμανοί νοικοκυραίοι».

Στον αντίποδα, σε άλλες χώρες ενισχύονται ευρωσκεπτικιστές που έχουν το συμμετρικά αντίθετο σκεπτικό, ότι η Ευρωζώνη έχει εξελιχθεί σε ένα εργαλείο επιβολής των γερμανικών συμφερόντων στους υπόλοιπους.

Ετσι, ενώ η λογική υποδεικνύει ότι είναι η καλύτερη δυνατή στιγμή για να γίνει ένα ευρωπαϊκό οικονομικό new deal με ένα κύμα δημόσιων επενδύσεων που θα ενισχύσουν τις υποδομές, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, το μήνυμα δεν ακούγεται, καθώς επικρατούν αφενός τα στενά εθνικά συμφέροντα και αφετέρου το λεγόμενο νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα, που οδηγεί σταθερά σε αύξηση των ανισοτήτων και μείωση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων τμημάτων της μεσαίας τάξης.

Το αδιέξοδο έχει ενισχύσει τις φωνές της μισαλλοδοξίας, της σύγκρουσης και της διάλυσης, οι οποίες ποντάρουν στο συναίσθημα και υποδαυλίζουν την οργή των κοινωνικών στρωμάτων που στραπατσαρίστηκαν με την κρίση. Ωστόσο, αυτές οι ακραίες φωνές δεν προσφέρουν λύσεις παρά μόνο εκτόνωση, φορτώνοντας τις ευθύνες στον «ξένο», στον «μετανάστη», στον «τεμπέλη της Ευρωζώνης» ή καλλιεργώντας ψεύτικες ελπίδες για επιστροφή σε ένα ανύπαρκτο εξιδανικευμένο παρελθόν «προ παγκοσμιοποίησης» ή «προ Ευρωζώνης».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί λαϊκιστές.

Και δυστυχώς η Ιστορία έχει δείξει πως όταν η μεσαία τάξη αποσταθεροποιείται οικονομικά και βλέπει να απειλείται η ταυτότητά της, ένα μεγάλο κομμάτι της έχει την τάση να ακούει τον «φωνακλά», να σαγηνεύεται από τα μηνύματα ισχύος, να αναζητεί ένα «σιδερένιο χέρι» που θα επαναφέρει την τάξη, να ελκύεται από τις μαγικές και εύκολες λύσεις.

Το πραγματικό πρόβλημα βέβαια δεν είναι ούτε οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, ούτε η Ευρωζώνη αυτή καθαυτή, αλλά οι οικονομικές πολιτικές της λεγόμενης «λιτότητας για τους πολλούς», που ευνοούν τη μαζική αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των ολίγων και ισχυρών.

Οποιος όμως αμφισβητεί τις πολιτικές αυτές και προτείνει αλλαγές -ακόμα και απολύτως συστημικές όπως η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων- χαρακτηρίζεται συλλήβδην κι αυτός λαϊκιστής και απορρίπτεται ως υποστηρικτής ανέφικτων λύσεων.

Αυτή είναι και η μεγάλη χρησιμότητα των δημαγωγών, των φωνακλάδων, των πραγματικών λαϊκιστών. Αποτελούν το παράδειγμα προς αποφυγή που χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς για να ενισχυθεί το δόγμα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» και το ψεύτικο δίλημμα: Ή εμείς -και η λιτότητα- ή το χάος.