Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων γύρω από την κρίση και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές πολλά σημαντικά ζητήματα μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο.

Τελευταίο παράδειγμα είναι η υποχώρηση των επιδόσεων που είχαν οι Ελληνες μαθητές στα τεστ διεθνούς αξιολόγησης PISA, τα οποία πραγματοποιούνται κάθε τρία χρόνια υπό την αιγίδα του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).

Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, στα τεστ του 2015 οι Ελληνες κατέλαβαν στην 43η θέση ανάμεσα σε 72 χώρες, στις τρεις βασικές κατηγορίες (Επιστήμες, Κατανόηση Κειμένου και Μαθηματικά), ενώ τα αποτελέσματά τους ήταν χαμηλότερα σε σχέση με εκείνα προηγούμενων χρόνων.

Η επιδείνωση προφανώς συνδέεται με την οικονομική κρίση, καθώς οι 15χρονοι μαθητές που εξετάστηκαν έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού τους βίου εν μέσω μνημονίων, με τα προβλήματα που αυτά έφεραν τόσο στη λειτουργία των σχολείων όσο και στη ζωή των οικογενειών τους.

Τις δέκα πρώτες θέσεις κατέλαβαν οι μαθητές από τη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία, την Εσθονία, την Ταϊβάν, τη Φινλανδία, το Μακάο, τον Καναδά, το Βιετνάμ, το Χονγκ Κονγκ και την Κίνα.
Η Ελλάδα ήρθε πίσω από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ οι μαθητές της ξεπέρασαν μόνο τα παιδιά από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κύπρο και τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι στον 21ο αιώνα το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι η γνώση και η καινοτομία, τα αποτελέσματα δίνουν μια εικόνα για το ποιες χώρες πρωταγωνιστούν στο νέο σκηνικό.
Δυστυχώς η χώρα μας βρίσκεται στους ουραγούς.

Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν είναι καινούρια. Το πρόβλημα είναι γενικότερο και διαχρονικό, καθώς οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι σταθερά κάτω από τον μέσο όρο από το 2000 που άρχισαν τα συγκεκριμένα τεστ.

Τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να έχουν σημάνει συναγερμό στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα γιατί η αργή αλλά σταθερή διάβρωση των σχολείων απειλεί να καταστρέψει ένα από τα λίγα πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα μας και πρέπει να αναστραφεί.

Η τάση των Ελλήνων να υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους, έστω και αν παίρνει διαστάσεις υπερβολής, έχει δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας της χώρας μας έχει καλές σπουδές και υψηλή κατάρτιση, τις οποίες όμως δεν μπορεί να αξιοποιήσει στην Ελλάδα.

Δυστυχώς, η οικονομία μας δεν δημιουργεί τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας, με την κατάσταση να έχει επιδεινωθεί μέσα στην κρίση, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να ξενιτεύονται για ξεφύγουν από την οικονομία του καφενείου και την ανεργία.

Ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα περνάει μέσα από τη δημιουργία μιας παραγωγικής βάσης που θα εστιάσει στην υψηλή προστιθέμενη αξία, στην οικονομία της γνώσης και την καινοτομία.

Και η σημαντικότερη επένδυση στην κατεύθυνση αυτή είναι στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, με την αναδιοργάνωση της Παιδείας να αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»