Ολοι ξέρουμε ότι στην Ελλάδα η μεσαία τάξη συμπιέζεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, αλλά τα στοιχεία που περιλαμβάνει η τελευταία σχετική έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι εντυπωσιακά.

Σε ειδική μελέτη που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, περιλαμβάνεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η διαπίστωση ότι η μεσαία τάξη συρρικνώνεται παγκοσμίως (από το 64% του συνολικού πληθυσμού περιορίστηκε στο 61%), ενώ τις τελευταίες δεκαετίες τα εισοδήματά της αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό απ’ ό,τι εκείνα του 10% των πλουσιότερων.

Ειδικά στην Ελλάδα καταγράφεται μείωση των εισοδημάτων με μέσο ρυθμό 6% ετησίως, ενώ ένα στα πέντε νοικοκυριά που ανήκουν στη «χαμηλή-μεσαία τάξη» φτωχοποιήθηκε.

Το εντυπωσιακό για τη χώρα μας, όμως, είναι ότι το 70% των νοικοκυριών είναι οικονομικά ευάλωτο, ήτοι έχει ληξιπρόθεσμα χρέη, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει απροσδόκητες δαπάνες ή ξαφνική μείωση εισοδήματος. Το αντίστοιχο ποσοστό σε 18 χώρες του ΟΟΣΑ είναι 40%.

Τα στοιχεία εξηγούν με αριθμούς τη βασική αιτία για την απογοήτευση των πολιτών από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες και τη σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς.

Η μεσαία τάξη δεν είναι μόνο ο βασικός κορμός της οικονομίας, αλλά και το θεμέλιο της αστικής δημοκρατίας. Οταν η ισορροπία της διαταράσσεται, αρχίζει ο «χορός των τεράτων».

Το φαινόμενο στην Ελλάδα είναι πολύ οξύτερο λόγω της οικονομικής καταστροφής που έχει επέλθει ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων.

Το τελευταίο διάστημα άρχισε να διαγράφεται με αρκετή σαφήνεια μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο μεν πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για υπερφορολόγηση των πολιτών και δήλωσε ότι θα επιστρέψει στη μεσαία τάξη «μέρος αυτών που αχρείαστα τους πήρε το κράτος». Σαφής η στόχευση στα μεσαία στρώματα και η προσπάθεια του προέδρου της Ν.Δ. να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή που υιοθέτησε η κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία έδωσε προτεραιότητα στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της μεσαίας τάξης, τα οποία, όπως δείχνει και η έρευνα του ΟΟΣΑ, σε σημαντικό ποσοστό «κύλησαν» στη φτώχεια τα χρόνια των μνημονίων.

Βέβαια το βασικό ερώτημα είναι, σε κάθε περίπτωση, πώς θα χρηματοδοτηθούν οι όποιες ελαφρύνσεις που εξαγγέλλονται, αφού οι περιορισμοί είναι αντικειμενικοί και απορρέουν από τις δεσμεύσεις που έχει η Ελλάδα έναντι των δανειστών.

Η Ν.Δ. υποστηρίζει ότι θα καταφέρει να μειώσει τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα, που κατά γενική ομολογία «πνίγουν την οικονομία», απελευθερώνοντας έτσι πόρους. Το ίδιο όμως είχε επιχειρήσει και η κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά οι δανειστές δεν το επέτρεψαν. Το επιχείρημα της Ν.Δ. είναι ότι εκείνη θα καταφέρει να πείσει τους δανειστές επειδή αν γίνει κυβέρνηση θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα γενναίων μεταρρυθμίσεων ενισχύοντας την αξιοπιστία της χώρας. Ωστόσο, οι ίδιοι δανειστές έχουν επανειλημμένα χαρακτηρίσει αξιόπιστη και τη σημερινή κυβέρνηση από τη στιγμή που εγκατέλειψε τη «σκληρή διαπραγμάτευση» και αφοσιώθηκε στην υλοποίηση του μνημονίου. Επομένως, ο στόχος για το πλεόνασμα δεν φαίνεται να είναι θέμα αξιοπιστίας.

Η αλήθεια είναι ότι για να αλλάξει αυτός ο όρος θα πρέπει να γίνει νέα ελάφρυνση χρέους και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Είναι επομένως εξαιρετικά αβέβαιο ότι μπορεί να υπάρξουν ελαφρύνσεις για κάποιους χωρίς τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις για κάποιους άλλους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ενδεχομένως να επιδιωχθεί με μια πραγματική συστράτευση για ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με μια νέα κοινωνική συμφωνία, ένα ελληνικό New Deal για δημιουργία νέου πλούτου. 

Αλλά το ελληνικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα δεν δείχνει να είναι σε θέση να υπηρετήσει κάτι τέτοιο.