Ορισμένοι βασικοί δείκτες ανακάμπτουν, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι αναλυτές να προεξοφλούν επιστροφή στην ανάπτυξη. Ακόμα και φορείς που είναι παραδοσιακά συντηρητικοί στις προβλέψεις τους βλέπουν πλέον και την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων, όπως ο ΣΕΒ, που στο τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο του κάνει λόγο για «ισχυρές ενδείξεις ανάκαμψης» ή η Alpha Bank, η οποία με την ευκαιρία της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της αναφέρεται σε «επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακή πορεία».

Γίνεται αναφορά στη θετική εξέλιξη, κατά το τρίτο τρίμηνο, ποιοτικών δεικτών όπως η μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές πλην καυσίμων, οι επενδύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού και οι κατασκευές εκτός κατοικιών.

Ολες οι διαπιστώσεις, βέβαια, συνοδεύονται από την επισήμανση ότι για να επιβεβαιωθεί το θετικό σενάριο θα πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να υλοποιηθούν οι προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει η κυβέρνηση για ρύθμιση του χρέους, ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, κατάργηση των capital controls και επιστροφή στις αγορές το 2017.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας, κάνοντας παρέμβαση σε οικονομικό συνέδριο, μίλησε για «ορατές προοπτικές επιστροφής σε διατηρήσιμη ανάπτυξη», με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τους δανειστές. Είναι σαφές ότι το οικονομικό κατεστημένο έχει υποδεχθεί θετικά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και υποστηρίζει τη στροφή στον οικονομικό ρεαλισμό, ο οποίος αποτυπώθηκε και στον πρόσφατο ανασχηματισμό.

Ενα επιχειρηματικό περιβάλλον ευνοϊκό για τις επενδύσεις και τη δημιουργία απασχόλησης είναι ασφαλώς ένα από τα ζητούμενα στην Ελλάδα της κρίσης.

Το ερώτημα, όμως, είναι, ακόμα και αν επιβεβαιωθεί το θετικό σενάριο στις διαπραγματεύσεις, κατά πόσον θα αλλάξει η εικόνα στην αγορά και την καθημερινότητα και για ποιους;

Διότι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες προφανώς ευνοούνται από τη μακροοικονομική σταθεροποίηση, την ομαλοποίηση της ρευστότητας και τη μείωση του κόστους χρήματος, αλλά οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες από το νέο έτος με τις αυξημένες εισφορές και την υπεροφορολόγηση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων, όπως η ΓΣΕΒΕΕ, διατυπώνουν συστηματικά το τελευταίο διάστημα επιφυλάξεις για τη διάχυση της όποιας ανάπτυξης στην αγορά και την κοινωνία. Η κυβέρνηση, από τη στιγμή που προσαρμόστηκε στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό υπόδειγμα των δανειστών -περισσότερο υπό την πίεση του μαστιγίου παρά λόγω καρότου-, φαίνεται ότι κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, όπως κι εκείνη των ισχυρών οικονομικών παικτών στο εσωτερικό.

Δεν φαίνεται, όμως, η προοπτική εκτόνωσης της μεγάλης πίεσης που υφίσταται η μεσαία τάξη είτε πρόκειται για μισθωτούς είτε για αυτοαπασχολούμενους που παλεύουν επί επτά χρόνια με τους φόρους, τους λογαριασμούς και τα δάνεια, χωρίς να βλέπουν κι εκείνοι την περίφημη έξοδο από το τούνελ.

Μπορεί, λοιπόν, οι δείκτες να δείχνουν ότι η οικονομία ανακάμπτει, αλλά η πίεση συνεχίζεται για τη μεσαία τάξη. Πιθανότατα η οικονομική και κοινωνική ένταση θα εκτονωθεί στο πολιτικό πεδίο, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου το πολιτικό κατεστημένο καταρρέει, καθώς το οικονομικό υπόδειγμα οδηγεί τις κοινωνίες σε αδιέξοδο.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»