Φάνηκε καθαρά το τελευταίο διάστημα ότι οι ισορροπίες στην Ευρωζώνη δεν ευνοούν την απόπειρα της ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει την πορεία της οικονομικής πολιτικής στη χώρα και ο βασικός λόγος είναι ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές στον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Επιπλέον, αν τελικά η ελληνική πλευρά επιτύχει τον στόχο της και αλλάξει τη συνταγή, πολύ δε περισσότερο εάν αρχίσει να σημειώνει επιτυχίες, τα «γεράκια» της λιτότητας στην Ευρωζώνη θα βρεθούν πολιτικώς εκτεθειμένα. Στα ελληνικά αιτήματα οι ηγεσίες της Ευρωζώνης δεν βλέπουν την οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας, αλλά έναν πολιτικό κίνδυνο γι’ αυτούς, που απειλεί να επιταχύνει τις εξελίξεις που επωάζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Το γεγονός αυτό εξηγεί και τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους εταίρους, καθώς και τον ασύμμετρο πόλεμο που εκδηλώνεται εις βάρος της ελληνικής πλευράς με υπόγειες διεργασίες και ανεπίσημες, αλλά προσεκτικά ενορχηστρωμένες δηλώσεις και διαρροές δυσοίωνων προβλέψεων από αξιωματούχους άλλοτε περί Grexit και άλλοτε περί στάσης πληρωμών.

Οι εκτιμήσεις που ακούγονται κατά καιρούς ότι η Ευρωζώνη είναι σήμερα καλύτερα προετοιμασμένη να διαχειριστεί ένα «ατύχημα» με την Ελλάδα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ευχολόγια και απόπειρες να καθησυχαστεί η κοινή γνώμη ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες είναι προετοιμασμένες για κάθε ενδεχόμενο, όπως θα όφειλαν.

Στην πραγματικότητα, οι συνέπειες ενός «ατυχήματος» είναι τελείως απροσδιόριστες και ουδείς μπορεί με ασφάλεια να τις προεξοφλήσει. Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι οι οικονομικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να τεθούν υπό έλεγχο, κάτι που αμφισβητείται από τους εγκυρότερους οικονομολόγους, στο πολιτικό πεδίο θα προέκυπτε αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος στα θεμέλιά του. Επομένως, είναι αδιανόητο ότι μια κυβέρνηση ή κάποιοι τεχνοκράτες της ΕΚΤ μπορούν να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη να οδηγήσουν σε ένα βήμα προς το άγνωστο μια ολόκληρη ήπειρο και ένα πολιτικό σχέδιο που οικοδομείται τα τελευταία 60 χρόνια.

Στο πλαίσιο αυτό, η κινδυνολογία που εκπέμπεται το τελευταίο διάστημα είναι ένα ακόμη εργαλείο άσκησης πίεσης από την πλευρά των σκληρών της Ευρωζώνης, που έχει στόχο να δυσκολέψει τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο εσωτερικό και να περιορίσει τη διαπραγματευτική της δυνατότητα στο εξωτερικό.

Τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων στην οκταμερή συνάντηση και τη Σύνοδο Κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας δίνουν ένα πολιτικό στίγμα στην αντίθετη κατεύθυνση και αφήνουν εκτεθειμένη την κακόπιστη κινδυνολογία.

Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι η κυρία Ανγκελα Μέρκελ ερωτηθείσα περί Grexit ή Graccident τόνισε: «Ξέρετε ότι σε αυτή τη συζήτηση δεν έχω συμμετάσχει. Δεν θα μπω σε αυτό το πλαίσιο. Κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ», κρατώντας σαφώς αποστάσεις από τα όσα κατά καιρούς διαμηνύει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ασφαλώς και οι ηγέτες επέμειναν στην ανάγκη να κατατεθούν συγκεκριμένοι σχεδιασμοί, οι οποίοι θα αξιολογηθούν από τους εκπροσώπους των δανειστών προκειμένου να αποδεσμευτεί οικονομική στήριξη. Και σίγουρα οι απαιτήσεις και οι πιέσεις από την πλευρά των εταίρων θα επανέλθουν.

Ανοίγει, όμως, ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική πλευρά να καταθέσει πλέον συγκεκριμένες προτάσεις, λεπτομερείς και κοστολογημένες, έστω κι αν χρειαστούν και δύσκολες αποφάσεις.

Η μπάλα πέρασε τώρα στα πόδια της κυβέρνησης Τσίπρα και πρέπει να αποδείξει με έργα ότι μπορεί να παίξει το παιχνίδι.

Ας ξεδιπλώσει το σχέδιό της.