Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις διεθνώς, αλλά όλοι συμφωνούν ότι η ψήφος των Αμερικανών είχε χαρακτήρα διαμαρτυρίας μιας μεσαίας τάξης η οποία αισθάνεται ξεχασμένη από την παγκοσμιοποίηση και δεν εκπροσωπείται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα.

Παρόμοιες τάσεις εκδηλώνονται εδώ και καιρό και στην Ευρώπη και απ’ ό,τι φαίνεται θα ενισχυθούν το επόμενο διάστημα, καθώς οι πολίτες βιώνουν αντίστοιχες πιέσεις και οδηγούνται στα άκρα.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει ένα νέο είδος φεουδαρχίας, με το 0,1% να έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πλούτου και μια τάξη «ευγενών» στην κορυφή να ελέγχει την οικονομία και τον πλούτο, ανακυκλούμενη μέσω της αποκλειστικής πρόσβασης στα πανάκριβα πανεπιστήμια της ελίτ και στη χρηματοδότηση των αγορών. Από κάτω βρίσκεται άνω του 50% του πληθυσμού, μια μεσαία τάξη που άλλοτε ευημερούσε, αλλά τώρα μετατρέπεται σταδιακά σε τάξη «ακτημόνων» του 21ου αιώνα με εργασιακή ανασφάλεια, στάσιμα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία που δεν της ανήκουν καθότι είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες. Μια τάξη η οποία βλέπει τα κοινωνικά της δικαιώματα να υποχωρούν και τις αποταμιεύσεις και τις συντάξεις της να εξανεμίζονται σε χρηματιστηριακά ξεφουσκώματα. Φαίνεται, όμως, ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, παρότι εισέπραξε την αντισυστημική ψήφο, είναι απολύτως συστημικός και ευθυγραμμισμένος με το σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης που προκαλεί τη δυσαρέσκεια των πολιτών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Γουόλ Στριτ πανηγυρίζει, προβλέποντας να οργανώνεται ένα πάρτυ για τους επιχειρηματικούς κολοσσούς, με κατάργηση των περιορισμών στα χρηματιστηριακά παιχνίδια των τραπεζών (τη νομοθεσία Dodd-Frank του Ομπάμα), περικοπές στο πρόγραμμα ασφάλισης Obamacare, επενδύσεις σε δημόσια έργα, μπλοκάρισμα του ελάχιστου μισθού και έκρηξη στον ενεργειακό τομέα με χαλάρωση των περιβαλλοντικών περιορισμών.

Από την άλλη πλευρά, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δείξει ξεκάθαρα ότι αντιλαμβάνεται το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ως ένα επιχειρηματικό παιχνίδι όπου οι άλλοι πόλοι είναι αντίπαλοι τους οποίους η Αμερική πρέπει να νικήσει. Με λίγα λόγια, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται ότι επιδιώκει να ενισχύσει τον αμερικανικό καπιταλισμό ξανακερδίζοντας το έδαφος που έχει χάσει διεθνώς σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομίες, χωρίς κοινωνικούς ενδοιασμούς και με δηλωμένη πρόθεση να φορτώσει το κόστος στους άλλους ισχυρούς οικονομικούς πόλους του πλανήτη, την Κίνα -κατά κύριο λόγο- και τη Γερμανία.

Αυτό σημαίνει ότι στο εσωτερικό οι κοινωνικές εντάσεις και η δυσαρέσκεια θα παραμείνουν τροφοδοτώντας ενδεχομένως αντιδράσεις, οι οποίες είναι αμφίβολο ότι θα γίνουν δεκτές με… κοινωνική ευαισθησία από έναν πρόεδρο που προεκλογικά έδωσε καθαρά σημάδια αυταρχικότητας και απολυταρχισμού.

Είναι πολύ πιθανό επίσης ότι θα ενισχυθούν και οι διεθνείς εντάσεις, εφόσον οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να ανακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι από την παγκόσμια πίτα της παραγωγής και του εμπορίου.

Μένει να φανεί αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει ειρηνικά, με πολιτικά μέσα και χωρίς συγκρούσεις με τους άλλους πόλους.

Πώς θα αντιδράσουν, όμως, οι Κινέζοι που κατέχουν το 30% των αμερικανικών ομολόγων και ελέγχουν έτσι ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού χρέους εάν ο νέος πρόεδρος επιχειρήσει πράγματι να ανασχέσει την οικονομική επέκταση της Κίνας;

Η οικονομική συγκυρία είναι δύσκολη για όλους και η προσπάθεια εξαγωγής των εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων στους εμπορικούς εταίρους, με νομισματική υποτίμηση, δασμούς ή και φορολογικό «ντάμπινγκ», δεν θα γίνει δεκτή αδιαμαρτύρητα.

Ενας εμπορικός και νομισματικός πόλεμος με όξυνση των αντιπαλοτήτων και των συγκρούσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί και αυτό προκαλεί φόβο σε όσους βλέπουν στη σημερινή συγκυρία όλο και περισσότερες αναλογίες με τις περιόδους που προηγήθηκαν του Α΄ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»