Είναι εμφανής η προσπάθεια των Αρχών και των διεθνών οργανισμών να δείξουν ψυχραιμία και να υποβαθμίσουν τα δυσμενή σενάρια, διότι στον τομέα της οικονομίας οι προβλέψεις συχνά λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Οταν όλοι προβλέπουν οικονομική ύφεση, σε κάποιον βαθμό την προκαλούν.

Ουδείς αμφισβητεί, πάντως, ότι η εμφάνιση της νέας αυτής ασθένειας εξαφανίζει ένα σημαντικό κομμάτι της καταναλωτικής και παραγωγικής δραστηριότητας και προκαλεί σημαντική διαταραχή στην οικονομική λειτουργία. Δεν λείπουν μάλιστα και δυσοίωνες προβλέψεις για νέα γενικευμένη χρηματοπιστωτική κρίση, αν η κατάσταση επιδεινωθεί.

Γίνεται, επίσης, αποδεκτό ότι η κατάσταση δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί με νομισματικά μέτρα, όπως μείωση επιτοκίων και τύπωμα χρήματος, αφενός διότι τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά, ακόμα και αρνητικά, ενώ και το φρέσκο χρήμα που ρίχνουν στην παγκόσμια αγορά οι κεντρικές τράπεζες λίγα μπορεί να κάνει για τα ταξίδια, τα συνέδρια και τις διεθνείς εκθέσεις που ακυρώνονται ή για τη μείωση της παραγωγής. Ηδη στην
Ευρωζώνη γίνεται κουβέντα για παρεμβάσεις από την πλευρά των κυβερνήσεων, με έκτακτα μέτρα χαλάρωσης των περιορισμών στις κρατικές δαπάνες, έτσι ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις. Τέτοια μέτρα για την Ευρωζώνη θα συζητηθούν στο επόμενο Eurogroup, αλλά φαίνεται ότι ήδη έχουν εμφανιστεί οι -σχεδόν πάγιες- αντιρρήσεις της Γερμανίας, η οποία είναι αντίθετη σε μια γενική απόφαση χαλάρωσης, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η εξαίρεση των δαπανών για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού από τους κανόνες για τα δημόσια ελλείμματα.

Παρά το επείγον της κατάστασης, όμως, η γερμανική πλευρά θέλει να εξετάζονται τα σχετικά αιτήματα των κυβερνήσεων κατά περίπτωση, με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να γίνει κατάχρηση μιας τέτοιας δυνατότητας για να καταστρατηγηθεί η λιτότητα στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στην πραγματικότητα, θέλει να έχει ένα βέτο έτσι ώστε να κρίνει κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τα ευρύτερα συμφέροντά της. Και τούτο παρά το γεγονός ότι και στην ίδια τη Γερμανία η οικονομία μετά βίας έχει γλιτώσει την ύφεση και το πιθανότερο είναι ότι φέτος δεν θα την αποφύγει. Θα ήταν εντυπωσιακή, αν δεν ήταν τόσο αναμενόμενη, η γερμανική εμμονή σε πολιτικές που αποσκοπούν στον έλεγχο των υπολοίπων, έστω κι αν τα αποτελέσματα είναι αυτοκαταστροφικά.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η συγκυρία είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την Ελλάδα. Η διεθνής επιβράδυνση -η οποία δεν αποκλείεται να εξελιχθεί και σε ύφεση- μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας μας ακριβώς πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή.

Ο τουρισμός, που αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας και στηρίζει την ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια, είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στο σοκ του κορωνοϊού. Κάποια ζημιά έχει ήδη γίνει, προς το παρόν περιορισμένη, αφού η τουριστική περίοδος δεν έχει ακόμα ξεκινήσει, αλλά είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση και πόσο θα επηρεαστούν οι κρατήσεις για το καλοκαίρι και οι αφίξεις.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό αίτημα για μείωση των -αυτοκτονικών- υποχρεώσεων για πλεονάσματα και δημοσιονομική χαλάρωση δεν είναι μια «πολυτέλεια», ούτε μια «χάρη» που θα μας κάνουν οι δανειστές, είναι όρος επιβίωσης της πολύπαθης ελληνικής οικονομίας. Πολλώ δε μάλλον που η χώρα μας αντιμετωπίζει επιπροσθέτως και μια όξυνση στο Προσφυγικό και Μεταναστευτικό, το οποίο δημιουργεί πρόσθετο κόστος. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, η ελληνική πλευρά όχι μόνο να θέσει μετ’ επιτάσεως το αίτημα της δημοσιονομικής χαλάρωσης, αλλά και να ανεβάσει τον πήχη των απαιτήσεων για να δημιουργήσει ένα περιθώριο ελιγμών που θα της επιτρέψουν να πορευτεί μέσα στη νέα κρίση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, είναι προ των πυλών.