Η προεκλογική μάχη έχει ήδη εστιάσει στην οικονομία, πράγμα απολύτως αναμενόμενο, καθώς ύστερα από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων ο κόσμος αδημονεί για καλύτερες ημέρες.
Η τσέπη του πολίτη είναι ένα αρκετά ασφαλές πολιτικό βαρόμετρο και όσοι ασχολούνται με προεκλογικές καμπάνιες σε όλο τον κόσμο θυμούνται την πασίγνωστη φράση: «Είναι η οικονομία, ανόητε». Το σύνθημα που χρησιμοποίησε ο Τζέιμς Κάρβιλ, επιτελάρχης του Μπιλ Κλίντον το 1992, ο οποίος τελικά κέρδισε την προεδρία.

Σύμφωνα με τη Wikipedia, η ακριβής φράση ήταν «Η οικονομία, ανόητε» και ήταν ένα από τα συνολικά τρία σλόγκαν που ο Κάρβιλ είχε αναρτήσει στο στρατηγείο της εκστρατείας, απευθυνόμενος στους συνεργάτες του, για να σηματοδοτήσει την έμφαση που έπρεπε να δοθεί στην οικονομία. Τα άλλα δύο συνθήματα ήταν: «Αλλαγή εναντίον “μια από τα ίδια”» και «Μην ξεχνάς την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη».

Η κυβέρνηση Τσίπρα, βέβαια, παρότι υιοθέτησε σειρά ευνοϊκών μέτρων προ των ευρωεκλογών, δεν απέφυγε τη μεγάλη ήττα, γεγονός που μάλλον δείχνει ότι οι πολίτες εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τα οικονομικά προβλήματα τιμωρώντας την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά και ότι το ενδιαφέρον τους για την οικονομία προσανατολίζεται στις προσδοκίες για το μέλλον και όχι στο παρελθόν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για το πρώτο κλιμάκιο εισοδήματος (μέχρι 20.000 ευρώ) στο 20%, από 22% που είναι σήμερα, ενώ η Ν.Δ. εξαγγέλλει ότι θα εισαγάγει έναν συντελεστή 9% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ (που όμως σήμερα επωφελούνται από το αφορολόγητο).

Η Ν.Δ. υπόσχεται οριζόντια μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% σε μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μείωση κατά 30% μεσοσταθμικά, που σημαίνει μεγαλύτερη -έως 50%- για μικρές ιδιοκτησίες και μικρότερη για μεγαλύτερες.

Για τα επιχειρηματικά κέρδη ο μεν ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη νομοθετήσει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από 29%, που είναι σήμερα, στο 25% το 2022, ενώ υπόσχεται και αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων στο 150%, κάτι που θα μειώσει τις φορολογικές υποχρεώσεις.

Η Ν.Δ. έχει εξαγγείλει μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη στο 20% μέσα στα επόμενα δύο χρόνια και μείωση της φορολογίας των μερισμάτων στο 5%, από 10% που είναι σήμερα.
Πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά; Ηδη από την πλευρά της Κομισιόν, αλλά και της Τραπέζης της Ελλάδος έχουν χτυπήσει καμπανάκια για το ότι κινδυνεύουν οι στόχοι του Προϋπολογισμού, ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι κυβέρνηση.

Μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας υπάρχουν, ασφαλώς, διαφορές στη μεθοδολογία και την κοινωνική στόχευση, καθώς η Ν.Δ. μιλάει για περικοπές δημοσίων δαπανών που θα εξοικονομήσουν πόρους, κάτι που δημιουργεί ερωτήματα για το ποιες δημόσιες δαπάνες μπορούν να περικοπούν χωρίς να θιγούν δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην τακτική των υπερπλεονασμάτων στον Προϋπολογισμό, κάτι που σημαίνει εντατική φορολόγηση.

Το γεγονός είναι ότι η λογική των προτάσεων και των δύο μεγάλων κομμάτων -υπακούοντας στην απαίτηση των πολιτών για άμεσο όφελος στην τσέπη- εστιάζει στις φορολογικές ελαφρύνσεις χωρίς ανατροπές στο φορολογικό σύστημα οι οποίες θα είχαν στόχο την αναδιάταξη του παραγωγικού και επιχειρηματικού τοπίου.

Μέχρι στιγμής, ρηξικέλευθες προτάσεις για τη φορολογία διαβάσαμε στο πρόγραμμα του ΜέΡΑ25, όπως η διαφορετική φορολόγηση των επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους (26% για τις μεγάλες, 20% για τις μεσαίες και 15% για τις μικρές), ή ένα πλαφόν φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών σε σχέση με τα κέρδη, ιδέες που έχουν ενδιαφέρον και θα έπρεπε να συζητηθούν ευρύτερα ή, ακόμη, πλήρη φορολογική ασυλία για νεοφυείς επιχειρήσεις (startup).

Οσο κατανοητή και αν είναι η ανάγκη του κόσμου για ελαφρύνσεις και πρόσθετο εισόδημα, η συζήτηση για την οικονομία δεν θα πρέπει να περιοριστεί σε μια λογιστική διαχείριση υποσχέσεων με αμφίβολο βαθμό υλοποίησης. Είναι η στιγμή να σκεφτούμε για την οικονομία «έξω από το κουτί», όπως λένε και οι Αμερικανοί.