Τα τελευταία χρόνια ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είχε διαμορφώσει ένα νέο σκηνικό στις διεθνείς σχέσεις. Ολες οι μεγάλες πολυεθνικές είχαν αρχίσει να αναθεωρούν τη διεθνή δομή της αλυσίδας εφοδιασμού και παραγωγής τους, σε μια διαδικασία που ονομάστηκε «αποσύνδεση» (decoupling), στην προσπάθειά τους να προστατευτούν από ξαφνικούς δασμούς και απαγορεύσεις. Το ξέσπασμα της πανδημίας επιτάχυνε τις εξελίξεις και είναι ξεκάθαρο πλέον ότι βρισκόμαστε εν μέσω ενός νέου ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, που ξεπερνά το εμπορικό πεδίο.

Η Δύση προσανατολίζεται πλέον σε απόσυρση παραγωγικών δυνάμεων από την Κίνα, ενώ γενικότερα όλες οι χώρες έχουν θέσει ως στόχο να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή τους. Κάποιες θα επωφεληθούν από την «αποσύνδεση», καθώς θα υποδεχτούν δυτικές παραγωγικές υποδομές οι οποίες θα φύγουν από την Κίνα – σε αυτές περιλαμβάνεται και η Τουρκία.

Οι νέες συνθήκες δημιουργούν προϋποθέσεις αναβάθμισης της γειτονικής μας χώρας και το γεγονός αυτό έχει οικονομική, αλλά και εθνική διάσταση για τη χώρα μας.

Γενικότερα, το νέο σκηνικό επιβάλλει να αναθεωρηθούν στόχοι και στρατηγικές που μέχρι σήμερα θεωρούνταν δεδομένες.

Υπήρχε, για παράδειγμα, μια θεωρούμενη αυτονόητη, οικουμενική προσήλωση στον οικονομικό στόχο της αύξησης των εξαγωγών, οι οποίες θεωρούνται -και είναι σε μεγάλο βαθμό- δείγμα ανταγωνιστικότητας και οικονομικής επιτυχίας.

Ωστόσο, στο νέο περιβάλλον η σημασία της εγχώριας παραγωγής και η επίτευξη ενός βαθμού αυτάρκειας αποκτούν αναβαθμισμένη στρατηγική σημασία.

Η υποκατάσταση των εισαγωγών με εγχώρια προϊόντα είναι πλέον μια κατεύθυνση που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Είδαμε, άλλωστε, με δραματικό τρόπο τις συνέπειες της εξάρτησης από εξαγωγές υπηρεσιών, όπως είναι ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος του οικονομικού προϊόντος που παράγεται κάθε χρόνο στη χώρα μας.

Η αναγκαία στρατηγική στροφή της ελληνικής οικονομίας, όμως, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί «από την αγορά».

Χρειάζονται κίνητρα, κεντρικός κρατικός σχεδιασμός, αλλά και περιορισμοί και προστατευτικά μέτρα.
Και όσοι θεωρούν τέτοιες παρεμβάσεις «ιεροσυλία» απέναντι στο δόγμα της ελεύθερης αγοράς, θα πρέπει να λάβουν υπόψη ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθετούν τέτοιες προσεγγίσεις, προσαρμοζόμενες στα νέα δεδομένα.

Τα «δόγματα» δεν είναι καλός σύμβουλος όταν πρέπει να προσαρμοστείς σε νέες συνθήκες. Ο ρόλος της αγοράς και των εργαλείων της αλλάζουν. Αυτό φαίνεται καθαρά, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, οι οποίες είναι ο μηχανισμός μέσα από τον οποίο μπορεί να στηριχθεί η οικονομία.

Τροφοδοτούνται με δημόσιο χρήμα (που τυπώνει και «χαρίζει» η κεντρική τράπεζα), απολαμβάνουν -και ορθά- πλήρη στήριξη από το κράτος για να σταθούν στα πόδια τους παρά τα προβλήματα, επομένως θα πρέπει και η προτεραιότητά τους να είναι η στήριξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων, όχι μόνο το στενό «ιδιωτικό» συμφέρον των μετόχων τους.

Πλέον οι τράπεζες, ειδικά στην Ελλάδα, είναι θεσμοί οιονεί δημοσίου χαρακτήρα – και ως τέτοιες πρέπει να λειτουργήσουν.

Σε ό,τι αφορά δε την απασχόληση, θα πρέπει να ενισχυθεί το πλαίσιο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς αναπτύσσεται μια δυναμική καταστροφής θέσεων εργασίας η οποία μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η αγορά δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η στήριξη των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας πρέπει να συνεχιστεί διότι τα δύσκολα τώρα έρχονται. Οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία μόλις τώρα αρχίζουν.