Γίνεται ολοένα πιο ξεκάθαρο ότι οι δανειστές θεωρούν πως η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για ένα βίαιο καπιταλιστικό ξεκαθάρισμα της ελληνικής αγοράς, με κλείσιμο εταιρειών που δεν θεωρούνται βιώσιμες, κυρίως δε των πολλών μικρών και μεσαίων που θεωρούνται μια ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς, ενώ παράλληλα θα μεταβιβαστούν σε ξένους ισχυρούς ομίλους ελληνικές εταιρείες με αξία και προοπτικές.

Πίσω από τις αντιρρήσεις των θεσμών για «ανάσες» στους μικρομεσαίους βρίσκεται μια ιδεολογική εμμονή στο ότι η αγορά θα πρέπει να ξεκαθαρίσει από μη αποτελεσματικές επιχειρήσεις και ότι εάν ένας αυταπασχολούμενος ή μια εταιρεία δεν μπορούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και τα Ταμεία, τότε δεν είναι βιώσιμοι και δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Στους θεσμούς είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι υπάρχει πρόβλημα «κακοπληρωτών» και «μπαταχτσήδων» στην Ελλάδα, ενώ εκδηλώνουν μια εμμονή στην έννοια της βιωσιμότητας, αλλά και την αντίθεσή τους σε οτιδήποτε χαλαρώνει αυτό που ορίζουν ως «κουλτούρα πραγματοποίησης πληρωμών».

Προκύπτει δηλαδή σαφώς -αλλά καταγράφεται και στις εκθέσεις του ΔΝΤ έστω και με καλυμμένη τεχνοκρατική γλώσσα- ότι το σχέδιο για την ελληνική οικονομία προβλέπει πολύ λιγότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια.

Η οικονομική ασφυξία λόγω υπερφορολόγησης, αύξησης των εισφορών και «ξεκαθαρίσματος» των κόκκινων δανείων είναι για τους δανειστές απλώς μια ευκαιρία για να γίνει διαυγές το σκηνικό.

Είναι γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν στην Ελλάδα αναλογικά μεγαλύτερη συμμετοχή στην οικονομία και μικρότερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με την Ε.Ε., αλλά την ίδια στιγμή απασχολούν συγκριτικά μεγάλο αριθμό εργαζομένων, οπότε το ξεκαθάρισμα εν μέσω κρίσης θα επιβαρύνει δραματικά την ανεργία.

Μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία ανακοινώθηκε προ ημερών, ανέδειξε ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου τον μεγάλο αριθμό των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις 1/4 στην Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα καλύπτουν το 71% της απασχόλησης έναντι 37% στην Ε.Ε.

Είναι επίσης αλήθεια ότι η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται στους λεγόμενους «μη εμπορεύσιμους τομείς», παράγουν δηλαδή κυρίως υπηρεσίες έντασης εργασίας (εστίαση κ.ά.), μικρής προστιθέμενης αξίας και όχι διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα μπορούσαν να εξαχθούν.

Με λίγα λόγια, το μικρομεσαίο μοντέλο κρύβει αρκετές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η μετάλλαξη του μοντέλου αυτού, όσο κι αν είναι αναγκαία, δεν μπορεί να γίνει απότομα και με βίαιο τρόπο, όπως σχεδιάζουν οι δανειστές, όταν η οκταετής πλέον ύφεση και η υπερφορολόγηση έχουν τσακίσει τον κορμό της οικονομίας, οδηγώντας σε δεινή θέση ακόμα και επιχειρήσεις με υγιείς βάσεις και προοπτικές.

Η αγορά χρειάζεται μέτρα προσαρμογής, ενώ θα πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί η λειτουργία της οικονομίας και να αναπτυχθεί σταδιακά ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο θα δημιουργούνται ανταγωνιστικές θέσεις εργασίας που θα μπορούν να καλύψουν τις απώλειες των μικρομεσαίων.

Διαφορετικά η κατάσταση θα εξελιχθεί σε κανονική σφαγή, η οποία θα αφήσει πίσω της κοινωνικά ερείπια και μια τεράστια αναδιανομή περιουσιακών στοιχείων προς όφελος κυρίως ξένων συμφερόντων και των «κορακιών» της διεθνούς αγοράς που ήδη προετοιμάζονται.

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση του «Πρώτου Θέματος»