Το ευρώ συμπλήρωσε φέτος 20 χρόνια ύπαρξης, αλλά η επέτειος δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς παρά μάλλον για αναστοχασμό. Πολλές προσδοκίες που είχαν συνδεθεί με το κοινό νόμισμα διαψεύστηκαν, ενώ προέκυψαν και πολλά προβλήματα τα οποία η πλειονότης των ειδικών αλλά και των πολιτικών δυνάμεων δεν είχαν προβλέψει.

Η απόφαση ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ ήταν περισσότερο πολιτική και όχι οικονομική.

Αρκετοί οικονομολόγοι προειδοποιούσαν τότε ότι οικονομίες με διαφορετικό επίπεδο ανταγωνιστικότητας δύσκολα συνυπάρχουν σε νομισματικές ενώσεις. Οταν η ισχυρή Γερμανία και η αδύναμη Ελλάδα έχουν το ίδιο νόμισμα, θα εκδηλωθεί πίεση στα εισοδήματα, στις επενδύσεις, στα επιχειρηματικά κέρδη του αδύναμου κρίκου.

Ωστόσο επικράτησε τότε το πολιτικό κριτήριο και ελήφθη η απόφαση συμμετοχής στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να μη βρεθεί η Ελλάδα στη δεύτερη ταχύτητα και να διατηρήσει το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.

Το ευρώ διαφημίστηκε ως ένα εργαλείο ανάπτυξης και ενίσχυσης των ευρωπαϊκών οικονομιών, ως ένα ισχυρό και ασφαλές νόμισμα που θα είχαν πλέον στα χέρια τους οι Ευρωπαίοι πολίτες.
Στην Ελλάδα προωθήθηκε και το αφήγημα της «πραγματικής σύγκλισης».

Τα πράγματα, βέβαια, εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά, αφού οι Ελληνες διαπίστωσαν ότι η αλλαγή νομίσματος δεν έφερε και «ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής». Τα πρώτα χρόνια (2000-2007) διασφαλίστηκε μια αύξηση του βιοτικού επιπέδου αλλά με δανεικά, με υπερχρέωση, η οποία «έσκασε» με θόρυβο παρασύροντας την Ελλάδα στη δίνη της κρίσης και των μνημονίων.

Στην κρίση αποδείχθηκε ότι όλες οι χώρες δεν είναι ισότιμες. Δεν υπήρχε -και δεν υπάρχει ούτε σήμερα- πολιτική και οικονομική ενοποίηση, με κοινό προϋπολογισμό και υποχρέωση στήριξης των πιο αδύναμων κρίκων. Επομένως η Ελλάδα κρατήθηκε στη ζωή και την Ευρωζώνη με νέα δανεικά, και τούτο προς χάριν κυρίως των ευρωπαϊκών τραπεζών και της συνοχής του ευρωνομίσματος.

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους άργησε (μέχρι να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα οι ευρωπαϊκές τράπεζες) ενώ αποδείχθηκε και ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα και να κρατάει «υπόδουλη» την Ελλάδα στους δανειστές της.

Η χώρας μας απειλήθηκε και με έξοδο από το ευρώ, κάτι που εάν είχε συμβεί ουδείς γνωρίζει πώς θα είχε καταλήξει. Ακόμα και όσοι διαφωνούσαν με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, παραδέχονται ότι η έξοδος υπό συνθήκες κρίσης θα δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε.

Με λίγα λόγια, ένα από τα μεγάλα προβλήματα του ευρώ είναι ότι δημιουργήθηκε χωρίς να υπάρχει πολιτική και οικονομική ενοποίηση έτσι ώστε να εξομαλύνονται σε κάποιον βαθμό οι ανισορροπίες και οι εντάσεις και να μεταφέρονται πόροι από τις πλούσιες χώρες στις πιο αδύναμες. Στις αρχές της δεκαετίες του ’90, μάλιστα, υπήρχε και η άποψη ότι η δημιουργία του κοινού νομίσματος θα «εξανάγκαζε» τις χώρες-μέλη να προχωρήσουν και σε οικονομική και πολιτική ενοποίηση.

Με το ευρώ όμως και τη χρηματοπιστωτική κρίση οι ανισότητες στην Ευρωζώνη μεγάλωσαν αντί να μειωθούν, τόσο ανάμεσα στα κράτη μέλη όσο και στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που έχασε πολλές θέσεις στο κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και η Ιταλία, για παράδειγμα, που είδε τη βιομηχανική παραγωγή της να χάνει έδαφος σε σχέση με τη Γερμανία – όπως και η Γαλλία, σε μικρότερο όμως βαθμό.

Τελευταία, λόγω της πανδημίας, η Ευρωζώνη έκανε κάποια βήματα στην κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης με το Ταμείο Ανάκαμψης που βασίζεται σε ένα είδος ευρωομολόγων. Ηδη όμως οι πλούσιες κυρίως χώρες αντιδρούν στις προτάσεις να μονιμοποιηθεί και να ενισχυθεί ο θεσμός αυτός, ώστε να προχωρήσει η οικονομική ενοποίηση.

Εμανουέλ Μακρόν και Μάριο Ντράγκι πρωτοστατούν στις πρωτοβουλίες αυτές και ζητούν μάλιστα να χαλαρώσουν οι γερμανικής έμπνευσης κανόνες της λιτότητας, αλλά είναι άδηλο προς το παρόν ποια στάση θα κρατήσουν οι χώρες του σκληρού πυρήνα και, κυρίως, η Γερμανία όπου αναμένονται τα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης συνασπισμού.

Το βέβαιο είναι ότι εάν η Ε.Ε. δεν προχωρήσει σε γενναίες πολιτικές αποφάσεις οικονομικής ενοποίησης με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο, οι αντιφάσεις που προκαλεί η μονομερής και ατελής νομισματική ενοποίηση θα συνεχίσει να προκαλεί οικονομικά προβλήματα, κοινωνικές τριβές και, τελικά, πολιτικές εντάσεις που θα αμφισβητούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση.