Καθώς η χώρα ετοιμάζεται να ενταχθεί σε ένα νέο μνημόνιο, το εύλογο ερώτημα είναι τι πρέπει να γίνει για να μην οδηγηθεί ξανά η οικονομία σε αδιέξοδο, όπως συνέβη με τις προηγούμενες δύο συμφωνίες.

Φαίνεται ότι και το νέο μνημόνιο έχει πολλές αναλογίες με τα προηγούμενα δύο, οπότε η επιτυχία ή η αποτυχία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον θα υπάρξουν τελικά χρηματικές εισροές για επενδύσεις και εάν θα προχωρήσει μια ουσιαστική ρύθμιση του δημοσίου χρέους.

Χωρίς αυτά τα δύο στοιχεία το ενδεχόμενο επιστροφής στα αδιέξοδα είναι ορατό.

Υπάρχει, όμως, μια άλλη διάσταση στην οποία τα τελευταία χρόνια δεν δόθηκε η απαραίτητη έμφαση.

Ουδεμία συμφωνία με τους δανειστές μπορεί να αλλάξει την εικόνα στην ελληνική οικονομία εάν δεν γίνουν οι απαραίτητες μεγάλες εσωτερικές αλλαγές, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη.

Οι όροι που επιβάλλουν οι δανειστές αφορούν στη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων και όχι στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Εκείνοι ενδιαφέρονται για τα πλεονάσματα που θα εξοικονομεί ο κρατικός προϋπολογισμός για να εξυπηρετεί τα χρέη και όχι για το πώς θα γίνει πιο ανταγωνιστική η δική μας χώρα.

Στην πραγματικότητα κάποιοι έχουν συμφέρον να μείνει καθηλωμένη η Ελλάδα, για να έχουν έναν ανταγωνιστή λιγότερο, αλλά και για να αποκτήσουν ευκολότερα πλουτοπαραγωγικούς πόρους και περιουσιακά στοιχεία όπως γη, ακίνητα, δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Γιατί είναι γεγονός ότι οι ευκαιρίες στην Ελλάδα είναι πολλές. Το ζήτημα είναι ποιος θα επωφεληθεί.

Επομένως, θα πρέπει να προχωρήσει ένας εσωτερικός, ελληνικός σχεδιασμός για την ανάκαμψη και την παραγωγική αναδιάταξη, πέρα και ανεξάρτητα από τις όποιες δεσμεύσεις θα αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών.

Κατά κάποιον τρόπο η χώρα χρειάζεται ένα «ελληνικό μνημόνιο» για το οποίο θα πρέπει να υπάρξει μια ευρύτερη συναίνεση, ενώ οι άξονες πολιτικής που θα οριστούν θα πρέπει να προωθούνται ανεξαρτήτως του εκλογικού κύκλου και των κυβερνητικών αλλαγών.

Πολύ σημαντικές είναι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έπρεπε να έχουν γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες και αφορούν κατά βάση τρεις μεγάλες τομές: Την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για την υγιή επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.

Δυστυχώς, τα προηγούμενα χρόνια, πίσω από τη λέξη «μεταρρύθμιση» έκρυψαν σειρά μέτρων τα οποία είχαν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος χωρίς να αποφέρουν αποτέλεσμα.
Αποδεικνύεται ότι οι περισσότερες παρεμβάσεις που έγιναν είτε με κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό τομέα είτε με οριζόντιες περικοπές δαπανών και θέσεων εργασίας στο Δημόσιο, δεν βελτίωσαν στο παραμικρό την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Αντιθέτως, προκάλεσαν ανεργία και ύφεση, ενισχύοντας τελικά την άποψη ότι έτσι ήταν ο σχεδιασμός από την αρχή, στο πλαίσιο της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης, η οποία είχε στόχο να οδηγήσει σε μείωση των αμοιβών και των αξιών όλων των περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης, κρίσιμα δημόσια αγαθά, όπως της Υγείας και της Παιδείας υποβαθμίστηκαν, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι τομείς του δημοσίου παρέμειναν ανοργάνωτοι, αναποτελεσματικοί και ενδεχομένως με πλεονάζον προσωπικό, γιατί δεν έγινε η παραμικρή ουσιαστική παρέμβαση.
Το ζητούμενο τώρα είναι να προχωρήσει ο απαραίτητος εκσυγχρονισμός, ανεξάρτητα και πέρα από τις όποιες προβλέψεις της συμφωνίας με τους ξένους.