Οι ευθύνες του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος καλλιέργησε το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε το ετερόκλητο αυτό αντιδραστικό «κίνημα», είναι προφανείς και στηλιτεύτηκαν ομοθυμαδόν από τις δημοκρατικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα πώς έφτασαν οι ΗΠΑ σε τέτοιο σημείο, που να εκδηλώνονται τόσο ακραίες συμπεριφορές από ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας.

Σε κάποιον βαθμό, το φαινόμενο είναι η συνέχεια αυτού που καταγράφηκε με την -απρόβλεπτη τη στιγμή εκείνη- νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Ουδείς την περίμενε, ούτε οι δημοσκόποι, ούτε το πολιτικό κατεστημένο. Μια εξήγηση που δόθηκε τότε ήταν ότι ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας διαπιστώνει ότι το βιοτικό του επίπεδο υποχωρεί, χωρίς να βλέπει ευκαιρίες για βελτίωση στο ορατό μέλλον, και βρήκε διέξοδο ανταποκρινόμενο στον επιθετικό, διχαστικό και υποκριτικά αντισυστημικό λόγο που εξέφρασε τότε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε σε αρκετές χώρες τροφοδοτούμενο και από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η μεσαία τάξη χάνει διαρκώς έδαφος σε όλα τα μέτωπα τα τελευταία χρόνια στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Το εισόδημα υποχωρεί, όπως και τα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ υπό συνθήκες πίεσης τα «μη κοσμοπολίτικα» κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν και κρίση ταυτότητας λόγω της παγκοσμιοποίησης και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών.

Η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν η θρυαλλίδα που έστρεψε ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης στην Ακροδεξιά. Ντόναλντ Τραμπ, Μαρίν Λεπέν, Ζαΐρ Μπολσονάρο, Βίκτορ Ορμπαν, ακόμα και το Brexit θεωρήθηκαν συμπτώματα της πολύπλευρης κρίσης η οποία αποσταθεροποιεί κυρίως τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα που παρασύρονται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του αυταρχισμού, αλλά και του παραλόγου. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι κατεξοχήν το πρόσωπο που εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των ισχυρών σε βάρος των αδυνάτων, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να υιοθετήσει αντίθετη, πλαστή ρητορική εναντίον του συστήματος, το οποίο κατά βάση ο ίδιος υπηρετεί. Δεν έχει σημασία, όμως, ότι ο Τραμπ λέει ψέματα. Οι πολίτες ήθελαν να πιστέψουν ένα παραμύθι και το πίστεψαν.

Είναι φαινόμενα που έχουμε ξαναδεί στην Ιστορία. Σε περιόδους κρίσης και ανασφάλειας οι πολίτες ριζοσπαστικοποιούνται και γίνονται πιο συντηρητικοί.

Οι εξελίξεις στις ΗΠΑ μάλλον δείχνουν ότι η δυναμική αυτή δεν έχει εξαντληθεί. Το τέλος της χρηματοπιστωτικής κρίσης -στον βαθμό που κάτι τέτοιο συνέβη, γιατί κι αυτό αμφισβητείται- δεν βελτίωσε την κατάσταση για τη μεσαία τάξη. Αντιθέτως, η πανδημία φέρνει νέα οικονομική καταστροφή και ανασφάλεια. Ενισχύει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες, που είναι το βασικό καύσιμο για την κοινωνική και την πολιτική δυσαρέσκεια.

Η διαφορά ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες γίνεται χαώδης όταν φτάνει να αφορά στη βιολογική επιβίωση του ανθρώπου. Κάποιοι διατηρούν το εισόδημά τους, εργαζόμενοι από μια άνετη κατοικία, ενώ κάποιοι άλλοι πρέπει να διακινδυνεύσουν την υγεία τους, ίσως και τη ζωή τους για να κερδίσουν ένα μεροκάματο εκτεθειμένοι στον κορωνοϊό. Και αυτό δεν είναι μια κατάσταση που εμφανίζεται μόνο στις ΗΠΑ. Το έδαφος για αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχει και στην Ευρώπη.

Και ο μόνος τρόπος για να ανασχεθούν ακραία φαινόμενα όπως αυτά που εμφανίζονται σήμερα στις ΗΠΑ είναι να διαχειριστούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες την τεράστια κρίση της πανδημίας φροντίζοντας να αποκαταστήσουν τη ζυγαριά υπέρ των αδύνατων και μεσαίων στρωμάτων.

Εάν δεν ανασυγκροτηθεί το κράτος πρόνοιας που βάλλεται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες και εάν δεν υλοποιηθεί ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημόσιων δαπανών και επενδύσεων που θα επαναφέρουν την οικονομική αυτοπεποίθηση της μεσαίας τάξης, είναι πολύ πιθανόν να έχουμε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και στην Ευρώπη.