Με τον μηχανισμό αυτό οι τράπεζες θα μπορέσουν να πουλήσουν κόκκινα δάνεια σε εταιρείες που θα σχηματιστούν ειδικά για τον σκοπό αυτό και εκείνες με τη σειρά τους θα πουλήσουν σε επενδυτές τα κόκκινα δάνεια μετατρέποντάς τα σε ομόλογα. Στη συνέχεια, ειδικές εισπρακτικές εταιρείες θα αναλάβουν την είσπραξη των κόκκινων δανείων, είτε με ρυθμίσεις είτε με πλειστηριασμούς, ώστε με τα έσοδα να αποπληρώνονται τα ομόλογα.

Επειδή ουδείς σώφρων επενδυτής θα αγόραζε ομόλογα περιμένοντας να πληρωθεί από κόκκινα δάνεια, το κράτος δίνει εγγυήσεις ύψους 12 δισ. ευρώ στα καλύτερα από αυτά τα ομόλογα, ώστε να αποκτήσουν αξία και να μπορέσει να λειτουργήσει το σύστημα. Οι τράπεζες θα πληρώνουν προμήθεια για την κρατική αυτή εγγύηση.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το ίδιο το Δημόσιο που δίνει την εγγύησή του δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή τα ομόλογα που εκδίδει δεν βαθμολογούνται ως κατάλληλα για επένδυση από τις εταιρείες αξιολόγησης. Ωστόσο, τα ομόλογα που θα εκδοθούν με την εγγύηση του Δημοσίου θα αποκτήσουν επενδυτική βαθμίδα. Είναι ένα από τα «θαύματα» της τιτλοποίησης, η οποία διευκολύνει τις τράπεζες και όλο το σύστημα επενδυτικών εταιρειών, μεσαζόντων, συμβούλων και εισπρακτικών εταιρειών που ήδη έχουν κινητοποιηθεί και παίρνουν θέσεις για να επωφεληθούν από τη νέα αυτή αγορά. Εάν δει κάποιος το ζήτημα από την πλευρά των τραπεζών και των άλλων εταιρειών πρόκειται πράγματι για σημαντική πρόοδο, αφού σήμερα το τραπεζικό σύστημα πνίγεται από τα κόκκινα δάνεια και στην πράξη δεν λειτουργεί. Εάν απελευθερωθεί, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να χρηματοδοτηθεί η αγορά, κάτι που είναι θετικό για την οικονομία. Υπό την οπτική αυτή, το νομοθέτημα αυτό αφορά τη νέα διάσωση των τραπεζών.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτή η διαδικασία θα σηματοδοτήσει την έναρξη ενός κύκλου βίαιης ρευστοποίησης πολλών κόκκινων δανείων, χωρίς να υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί αναδιάρθρωσης και ρύθμισης. Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα συστήματα αναδιάρθρωσης, εξωδικαστικού συμβιβασμού και προστασίας της πρώτης κατοικίας δεν λειτούργησαν, ενώ ακόμα και αυτή η περιορισμένη προστασία καταργείται από τον Μάιο του 2020.

Σε κάθε περίπτωση, οι προτάσεις αναδιάρθρωσης και οι αποφάσεις για τους πλειστηριασμούς γίνονται κατά την απόλυτη ευχέρεια των τραπεζών ή των άλλων εταιρειών που αποκτούν τα δάνεια. Επομένως οι δανειολήπτες που διαθέτουν κάποια περιουσιακά στοιχεία θα βρεθούν αντιμέτωποι με εισπρακτικές που θα έχουν αποκτήσει το δάνειο σε εξευτελιστική τιμή (στο 25%-35% της πραγματικής για τα δάνεια με τα καλύτερα περιουσιακά στοιχεία) και θα διεκδικούν τα δανεικά με την απειλή πλειστηριασμών. Είτε πρόκειται για ιδιώτες που έχουν υποθηκευμένη κατοικία, είτε για επιχειρήσεις που διαθέτουν ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία.

Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το ακίνητο παρουσιάζει ιδιαίτερο εμπορικό ενδιαφέρον, ο πιστωτής θα έχει μεγαλύτερη προοπτική κέρδους από τη ρευστοποίηση παρά από τη μακροχρόνια ρύθμιση του δανείου.Δεν είναι μυστικό ότι στην αγορά κινητοποιούνται πλέον πληθώρα εταιρειών που σπεύδουν να επωφεληθούν από την κατάσταση αυτή. Τα περιθώρια κέρδους είναι τεράστια. Για επιχειρηματικά δάνεια που συνδέονται με ενδιαφέροντα ακίνητα (ιδίως ξενοδοχεία) τα οποία συνήθως έχουν εξαγοραστεί αντί 25%-30% οι προτάσεις αναδιάρθρωσης γίνονται με επιτόκια 4% και για το 70% της αξίας στην καλύτερη περίπτωση.

Σημείο των καιρών: μία από τις λίγες επαγγελματικές διεξόδους που υπάρχουν για τους νέους δικηγόρους είναι να δουλεύουν για εισπρακτικές αντί 300-400 ευρώ τον μήνα και να «ξεψαχνίζουν» τα υποθηκοφυλακεία αναζητώντας περιουσιακά στοιχεία δανειοληπτών. Είναι σαφές δηλαδή ότι η ελληνική κοινωνία θα βρεθεί μπροστά σε πρωτόγνωρα φαινόμενα πλειστηριασμών και εξώσεων, γεγονός που επισημάνθηκε και από την αντιπολίτευση στη διάρκεια της συζήτησης του «Ηρακλή» στη Βουλή.