Την περασμένη εβδομάδα ο Πίτερ Ναβάρο, σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ σε θέματα εμπορίου, έκανε μια δήλωση που πιθανόν να ισοδυναμεί με την πρώτη κανονιά σε έναν νέο εμπορικό πόλεμο, έναν πόλεμο του δολαρίου εναντίον του ευρώ.

Ο Ναβάρο δήλωσε ότι η Γερμανία χρησιμοποιεί ένα «χονδροειδώς υποτιμημένο» ευρώ με στόχο «να εκμεταλλευτεί τους εμπορικούς εταίρους της». Με άλλα λόγια, ότι κρατάει τεχνητά φθηνό το ευρώ με στόχο να πουλάει φθηνότερα τα γερμανικά αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα της στις ΗΠΑ.

Οσο ισχυρότερο είναι ένα εθνικό νόμισμα τόσο ακριβότερες είναι και οι εξαγωγές της χώρας που το εκδίδει, με αποτέλεσμα τα προϊόντα της να γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά και αντιστρόφως.

Το ευρώ, σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι κατά 25% υποτιμημένο σε σχέση με το δολάριο.

Η κατάσταση αυτή, όμως, υφίσταται σταθερά τα τελευταία χρόνια σε μια ισορροπία η οποία ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιητική ή έστω ανεκτή από όλους.

Οι ΗΠΑ παραδοσιακά υποστήριζαν ένα ισχυρό δολάριο για να προσελκύουν κεφάλαια από το εξωτερικό, τα οποία επένδυαν σε άλλες χώρες έτσι ώστε να επαναπατρίζουν τα κέρδη είτε με τη μορφή μερισμάτων από θυγατρικές αμερικανικών εταιρειών είτε με τη μορφή τόκων.

Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, οι ΗΠΑ πάντα απέφευγαν οτιδήποτε θα αποδυνάμωνε το δολάριο και γι’ αυτό όλες οι δηλώσεις ήταν υπέρ ενός ισχυρού δολαρίου ακόμα και όταν αυτό κατρακυλούσε.

Οι Ιάπωνες, που είναι και αυτοί μεγάλη εξαγωγική δύναμη, παρακολουθούν στενά τις κινήσεις Τραμπ και ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνών Νομισματικών Υποθέσεων του Τόκιο Χιρόσι Γουατανάμπε εκτίμησε ότι η πολιτική των ΗΠΑ αλλάζει ριζικά πλέον, καθώς βάζουν ως πρώτο στόχο να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα για να τονώσουν την αμερικανική παραγωγή, εγκαταλείποντας τη λογική του ισχυρού δολαρίου.

Αλλοι αναλυτές αποδίδουν τις δηλώσεις Ναβάρο σε πιο καιροσκοπικές επιδιώξεις, ήτοι σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την ανοδική πορεία του δολαρίου, η οποία ενισχύθηκε από τη νίκη Τραμπ, καθώς οι εξαγγελίες του από τη μείωση φορολογίας και τις δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές μέχρι τον επαναπατρισμό κεφαλαίων σημαίνουν ότι η αμερικανική οικονομία θα ενισχυθεί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για δολάριο και επομένως και η ισοτιμία του.

Η άνοδος του δολαρίου, όμως, ευνοεί τις εισαγωγές και δυσκολεύει τις εξαγωγές των ΗΠΑ και επομένως εμποδίζει τα σχέδια Τραμπ.

Με βάση το σκεπτικό αυτό, οι δηλώσεις Ναβάρο εντάσσονται σε μια ρητορική που έχει στόχο να «ανακόψει με τα λόγια» την άνοδο του δολαρίου («talk down the dollar», όπως λένε οι Αμερικανοί), και ενδεχομένως δεν απηχούν βαθύτερες στρατηγικές προθέσεις της αμερικανικής ηγεσίας να ξεκινήσει έναν πραγματικό νομισματικό πόλεμο.

Τέτοιον πόλεμο είχαμε και στο παρελθόν, κατά τη δεκαετία του 1930, όταν κάθε χώρα προσπαθούσε να διατηρήσει το νόμισμά της χαμηλά για να τονώσει την οικονομία της, αλλά η κλιμάκωση των ανταγωνισμών και το οικονομικό αδιέξοδο, σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, ήταν από τα στοιχεία που οδήγησαν στην πολεμική σύγκρουση.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» (5-2-2017)