Μπορεί να διανύουμε τον 6ο χρόνο μνημονιακής διαχείρισης της οικονομίας και να έχουν χυθεί τόνοι μελανιού για τις αιτίες της πανθομολογούμενης αποτυχίας των συγκεκριμένων προγραμμάτων, αλλά ακόμη δεν έχει γίνει συνείδηση στη χώρα μας η ανάγκη για ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας.

Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν πλέον όλες αποδεχθεί τον «μονόδρομο» της πορείας που χαράσσουν οι δανειστές, είτε λόγω πεποίθησης είτε λόγω προσαρμογής στη σκληρή πραγματικότητα που διαμόρφωσαν οι εκβιασμοί της Ευρωζώνης.

Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι με τον συγκεκριμένο οδικό χάρτη η βασική δομή της ελληνικής οικονομίας δεν αλλάζει.

Ο υποτιθέμενος βασικός στόχος όλων των μνημονίων από το 2010 είναι ότι πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή προωθούνται «μεταρρυθμίσεις» οι οποίες θα αναδείξουν την εξωστρέφεια της οικονομίας και θα φέρουν ανάπτυξη σε υγιείς βάσεις.

Στην πραγματικότητα, πίσω από τη λέξη «μεταρρυθμίσεις» κρύφτηκαν μέτρα απαξίωσης των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων χωρίς να υπάρξει το όφελος για την οικονομία.

Η εξέλιξη των εξαγωγών είναι ενδεικτική όσο και απογοητευτική. Τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι το πρώτο εξάμηνο φέτος οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 8%, κυρίως εκείνες προς τρίτες χώρες. Οι εκπρόσωποι των εξαγωγέων αποδίδουν την κακή πορεία στην εξάντληση της οικονομίας από την οκταετή ύφεση και τη συνακόλουθη απαξίωση των συντελεστών παραγωγής, καθώς και στα capital controls. Αλλά και στο διάστημα 2010-2015, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 6,1% στην Ελλάδα, έναντι 52,1% στην Ιρλανδία, 34,6% στην Πορτογαλία και 30% στην Ισπανία.

Πλήρης αποτυχία, δηλαδή, σε σχέση με τους στόχους, καθώς διαψεύδεται ολοκληρωτικά το παραμύθι της εξωστρέφειας που θα φέρουν τα μνημόνια.

Η εξέλιξη αυτή, όμως, είναι απολύτως λογική.

Θα πρέπει να είναι κάποιος αφελής για να πιστέψει ότι οι δανειστές έχουν σκοπό να μετατρέψουν την Ελλάδα σε έναν… εξαγωγικό παράδεισο ο οποίος θα γεμίσει την ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, αξιοποιώντας το υψηλό επίπεδο γνώσεων και καινοτομίας των Ελλήνων. Οτι έχουν σκοπό δηλαδή να μετατρέψουν την Ελλάδα σε έναν υπολογίσιμο ανταγωνιστή τους.

Οι ισχυρές χώρες θέλουν για τον εαυτό τους το συγκεκριμένο ρόλο στον καταμερισμό της εργασίας.

Είναι επομένως ευθύνη και χρέος δικό μας να προχωρήσουμε στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, εκείνες δηλαδή που θα επιτρέψουν στην οικονομία να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό.

Δυστυχώς, όμως, δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε η απαραίτητη βούληση, ούτε η πολιτική τεχνογνωσία. Μέχρι στιγμής όλες οι πολιτικές δυνάμεις περιορίζονται σε αντιπαραθέσεις για επιμέρους ζητήματα, συχνά διαχειριστικά και σε ανέξοδες ρητορείες.

Οι ιθύνοντες κατά κανόνα σκέφτονται «μέσα στο κουτί», προχωρώντας σε επιμέρους αλλαγές αλλά διατηρώντας ανέπαφο το προβληματικό γενικό πλαίσιο.

Οι παρεμβάσεις στην Παιδεία είναι οριακές και εντός της λογικής του υφιστάμενου συστήματος παρότι υποτίθεται ότι πρέπει να επενδύσουμε στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.

Στη φορολογία αλλάζουν οι συντελεστές χωρίς να αλλάζει η ίδια βασική φιλοσοφία που θρέφει το τέρας της φοροδιαφυγής.

Στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ο πολυαναμενόμενος αναπτυξιακός νόμος εισάγει μεν κάποια κίνητρα με οριακές φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά δεν προκαλεί τον σεισμό που χρειάζεται. Γιατί να έρθει ένας ξένος να επενδύσει παραγωγικά στην Ελλάδα;

Για τη ρευστότητα, ελπίζουν στις τράπεζες, αφού πρώτα βέβαια ξεμπερδέψουν με τα κόκκινα δάνεια. Πού είναι η αναπτυξιακή τράπεζα; Η 12η ώρα έχει παρέλθει προ πολλού και τα ψέματα τελείωσαν. Ας δούμε εμείς επιτέλους τι πρέπει να παράγει αυτή η χώρα -και πώς- τα επόμενα 20-30 χρόνια, με συναινέσεις όπου είναι εφικτές και αντιπαραθέσεις επί της ουσίας.