Η οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής. Κάποια σημάδια σταθεροποίησης που έχουν εμφανιστεί υποδηλώνουν ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, όχι βέβαια για όλους, αφού η όποια ανάκαμψη θα αφήσει εκτός ένα μεγάλο τμήμα -ίσως το μεγαλύτερο- μικρών και μεσαίων επαγγελματιών, όπως και τη μεγάλη μάζα των μισθωτών.

Ακόμα κι έτσι, όμως, η σταθεροποίηση της οικονομίας δεν παύει να είναι το ζητούμενο ως απαραίτητο σκαλοπάτι για οποιοδήποτε βήμα γίνει στη συνέχεια, διότι η εναλλακτική που αντικειμενικά υπάρχει είναι η επιδείνωση και η είσοδος σε έναν νέο φαύλο κύκλο – ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι λύσεις εκτός ευρώ απορρίπτονται.

Οπως, όμως, φάνηκε τις τελευταίες ημέρες, οι δανειστές συνεχίζουν στη σκληρή γραμμή εξωθώντας τα πράγματα στα άκρα, με αποτέλεσμα να βάζουν τη χώρα μπροστά σε νέο αδιέξοδο: είτε θα ληφθούν τώρα σκληρά μέτρα, αμφίβολης, μάλιστα, σκοπιμότητας, είτε θα υπάρξει πολιτικό αδιέξοδο. Σε κάθε περίπτωση, χαμένη θα είναι η ελληνική οικονομία και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση.

Αυτό δεν απασχολεί τους δανειστές; Ή μήπως σπρώχνουν σκόπιμα τα πράγματα σε αδιέξοδο για πολιτικούς λόγους; Διότι οτιδήποτε και αν θέλει κάποιος να καταλογίσει στην ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με κινήσεις όπως η διάθεση του πλεονάσματος των εσόδων (χρήματα που, ειρήσθω εν παρόδω, θα ενισχύσουν την ενεργό ζήτηση και τη διαφαινόμενη ανάκαμψη), δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι από την πλευρά τόσο της Ευρωζώνης όσο και του ΔΝΤ υποστηρίζεται ο απόλυτος παραλογισμός. Το ΔΝΤ ισχυρίζεται ότι πλεονάσματα πάνω από 1,5% δεν είναι ούτε εφικτά, ούτε βιώσιμα, αλλά… απαιτεί μέτρα τα οποία θα διασφαλίσουν την επίτευξή τους.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ζητεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μία δεκαετία, όταν όλοι ξέρουν ότι το 2018 που θα ρυθμιστεί το χρέος, θα αλλάξουν αυτόματα και οι στόχοι για τα πλεονάσματα, αφού τα τελευταία δημιουργούνται για να εξυπηρετούν τους τόκους. Με λίγα λόγια, η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα μέτρα που αυτά συνεπάγονται δεν έχει το παραμικρό νόημα πριν από το 2018, ενώ αντιθέτως υποσκάπτει την προσπάθεια σταθεροποίησης, η οποία με τη σειρά της είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι δανειστές -και κυρίως ο Βόφλγκανγκ Σόιμπλε- εξυπηρετούν τα δικά τους σχέδια και δεν λαμβάνουν ως παράμετρο την ανάκαμψη της Ελλάδας και την επαναφορά της στην κανονικότητα.

Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξετάσουν και οι πολιτικές δυνάμεις τα δεδομένα και όχι να εστιάζουν αποκλειστικά στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, ο οποίος διεξάγεται μάλιστα με ποδοσφαιρικούς όρους.

Ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσον ορισμένες δύσκολες αποφάσεις μπορούν να δημιουργήσουν κάποια περιθώρια ώστε να εφαρμόσει -επιτέλους- τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος αναζητώντας ευρύτερες συναινέσεις, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι σε εκείνον οι δανειστές ως διά μαγείας θα δείξουν κατανόηση.

Ολες οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να συνηθίσουν στην ανάγκη μεγάλων συναινέσεων για να διαμορφωθεί και να υποστηριχθεί η περίφημη εθνική οικονομική ανασυγκρότηση διότι, διαφορετικά, ο κ. Σόιμπλε θα συνεχίσει να διευθύνει την κατάσταση.

 

*Αναδημοσίευση από το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (25/12/2016)