Η ανησυχία δεν περιορίζεται σε κάποιους ακτιβιστές ή μειοψηφικές πολιτικές δυνάμεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά διατυπώνεται με ένταση από το σύνολο των διεθνών οργανισμών, από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι Πράσινοι αναδεικνύονται σε μία από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στη γενέτειρά τους, τη Γερμανία, ενώ κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Στο 50ό Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπου συγκεντρώνεται η υποτιθέμενη ελίτ του καπιταλισμού, χαιρετίστηκε η δράση της 16χρονης ακτιβίστριας Γκρέτα Τούνμπεργκ, ενώ η κλιματική αλλαγή ήταν ένα από τα κεντρικά ζητήματα της διοργάνωσης.

Μπορεί να μοιάζει αντιφατικό ως ειρωνικό ότι οι σούπερ πλούσιοι συγκεντρώνονται στο χιονισμένο αλπικό θέρετρο για να ανησυχήσουν συλλογικά για το περιβάλλον -όπως και για τις ανισότητες, που αποτελούν την άλλη μεγάλη πηγή ανησυχίας για την ελίτ- αλλά φαίνεται ότι ακόμα και οι λίγες εκατοντάδες άνθρωποι που κατέχουν περισσότερο πλούτο από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό συνειδητοποιούν πλέον τα αδιέξοδα που δημιουργεί το οικονομικό σύστημα και προβληματίζονται για την ισορροπία του μηχανισμού μέσα από τον οποίο πλουτίζουν.

Μπορεί βέβαια τα φώτα της δημοσιότητας να συγκεντρώθηκαν στις αντιπαραθέσεις της Τούνμπεργκ με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούτσιν, ο οποίος ειρωνικά την προέτρεψε να σπουδάσει Οικονομικά προτού εκφράσει άποψη για το κλίμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι, πέρα από την ανώριμη και ιδιοσυγκρατική στάση της κυβέρνησης Τραμπ, το κλίμα αλλάζει ουσιαστικά τον πολιτικό και οικονομικό σχεδιασμό παγκοσμίως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει επενδυτικό πρόγραμμα αξίας 1 τρισ. ευρώ με άξονα την ενεργειακή μετάβαση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ μίλησε για τον κίνδυνο να μην κάνουμε τίποτα για το θέμα και προανήγγειλε ότι η αναθεώρηση της στρατηγικής της Κεντρικής Τράπεζας θα λάβει υπ’ όψιν και την κλιματική αλλαγή. Ο ΟΗΕ και ο ΟΟΣΑ κρούουν διαρκώς τον κώδωνα του κινδύνου.

Το περιβάλλον αποτελεί πλέον καθοριστικό παράγοντα για μια επένδυση σε ό,τι αφορά τόσο τη σκοπιμότητά της όσο και τη χρηματοδότησή της. Ηδη πολλές επενδυτικές εταιρείες διεθνώς αποφεύγουν τις «βρώμικες» εταιρείες, ενώ οι τράπεζες εξετάζουν πλέον και την περιβαλλοντική παράμετρο για να χρηματοδοτήσουν μια δραστηριότητα.

Είναι σαφές ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον και η δική μας χώρα θα πρέπει να διαμορφώσει τη δική της στρατηγική.

Υπολογίζεται, για παράδειγμα, ότι από το προωθούμενο ευρωπαϊκό πρόγραμμα πράσινων επενδύσεων αντιστοιχούν 46 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, τα οποία ίσως να δίνουν μια μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη της χώρας μας σε μια νησίδα πράσινης ανάπτυξης μετά την κρίση.

Κάτι τέτοιο, όμως, αποτελεί στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος απουσιάζει. Αντ’ αυτού, μέχρι στιγμής το μόνο που έχουμε δει είναι η θεσμοθέτηση -με τον αναπτυξιακό νόμο- της δυνατότητας να παρακάμπτονται οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί για επενδύσεις που χαρακτηρίζονται «στρατηγικές» – το αντίθετο δηλαδή από αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε.

Στο ενεργειακό πεδίο, η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή εγκλωβισμένη σε ένα γεωπολιτικό πρόβλημα με αφορμή πιθανά ενεργειακά κοιτάσματα υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης, τα οποία φαίνεται ότι ενδιαφέρουν μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες.

Πόσο νόημα, όμως, έχει να εμπλακεί η χώρα μας σε μια κρίση με την Τουρκία για καύσιμα τα οποία η Ευρώπη προγραμματίζει να εγκαταλείψει όταν το μέλλον είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας;

Το μειονέκτημα της Ελλάδας ότι έχασε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση θα μπορούσε να γίνει πλεονέκτημα στην εποχή της «καθαρής» ανάπτυξης, αλλά χρειάζεται στρατηγική, την οποία δυστυχώς δεν φαίνεται να διαθέτουμε.