Ολα δείχνουν ότι το μεγάλο παιχνίδι για το ελληνικό ζήτημα κινείται γύρω από τα μέτρα για το χρέος. Εκεί ποντάρει η ελληνική κυβέρνηση, σε αυτά θα στηρίξει τη στάση του το ΔΝΤ, ενώ για την Ευρωζώνη αποτελούν το μεγάλο αγκάθι, αφού υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και μεγάλος βαθμός πολιτικής δυσκολίας στο να γίνουν ουσιαστικές ελαφρύνσεις.

Το κλειδί είναι η λεγόμενη «ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους», από την οποία θα κριθεί εάν το ΔΝΤ θα παραμείνει με κάποιον τρόπο συνδεδεμένο με τα ελληνικά πράγματα και, επομένως, θα διατηρήσει τη δυνατότητα παρέμβασης στην Ευρωζώνη. Η ανάλυση αυτή, όμως, βασίζεται σε τόσο μακροπρόθεσμες προβλέψεις που είναι τελείως θεωρητική και στην πραγματικότητα δεν απεικονίζει τη δυνατότητα της χώρας να το αποπληρώσει.

Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους. Οι συζητήσεις σήμερα γίνονται με βάση την πρόβλεψη ότι η Ελλάδα θα εξοικονομεί για μια πενταετία (2018-2022) το 3,5% του ΑΕΠ της, ήτοι περί τα 6,5 δισ. ευρώ με τα σημερινά δεδομένα. Πρόκειται για το λεγόμενο πρωτογενές πλεόνασμα, το ποσό που περισσεύει στον κρατικό προϋπολογισμό όταν πληρωθούν όλες οι δαπάνες εκτός από τους τόκους του χρέους. Μετά την πενταετία αυτή, η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ της για 40 χρόνια!
Υποτίθεται ότι με τα χρήματα του πλεονάσματος η χώρα μας θα αποπληρώνει χρέος, έτσι ώστε σταδιακά το τελευταίο να μειωθεί και να γίνει «βιώσιμο», ήτοι να μπορεί να εξυπηρετείται ομαλά.

Σχεδόν όλοι οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το θέμα θεωρούν τέτοια πλεονάσματα ανέφικτα. Μόνο τεχνοκράτες που συνδέονται με συγκεκριμένους θεσμούς και συμφέροντα -κυρίως γερμανικής επιρροής- θεωρούν τις προβλέψεις ρεαλιστικές.

Επομένως, οι αναλύσεις βιωσιμότητας δεν σημαίνουν πολλά πράγματα, πέρα από το ότι είναι ένα «χαρτί» για να παιχτούν διάφορα πολιτικά παιχνίδια μεταξύ των ισχυρών πόλων.
Προβλέπεται μάλιστα και ένας εξισορροπητικός μηχανισμός που έχουν προτείνει οι Γάλλοι (το λεγόμενο «γαλλικό κλειδί»), με βάση τον οποίο όταν η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ δεν ξεπερνά ένα προκαθορισμένο όριο, οι πληρωμές για το χρέος θα μετατίθενται στο μέλλον. Στην ουσία πρόκειται για μια μεταβλητή που δίνει μια διέξοδο για να βγαίνουν οι υπολογισμοί και τα νούμερα.

Το πρόβλημα, όμως, δεν βρίσκεται στους θεωρητικούς υπολογισμούς για το χρέος το… 2060, αλλά στα υψηλά ανεδαφικά πλεονάσματα, τα οποία συνεπάγονται πολύ συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τη χώρα μας, η οποία θα πρέπει να «στύψει» την οικονομία για να τα εξοικονομήσει τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Η οικονομία θα κινείται σαν ένα αυτοκίνητο στο οποίο το χειρόφρενο δεν έχει λυθεί τελείως.

Επομένως, εκείνο που θα είχε σημασία επί της ουσίας θα ήταν να βρεθεί μια διέξοδος για ρεαλιστικά πλεονάσματα, όσο κι αν οι δανειστές δεν θέλουν να επανέλθουν σε ένα ζήτημα που έχει ήδη κλείσει.

Μια λογική λύση θα ήταν το λεγόμενο «γαλλικό κλειδί» να χρησιμοποιηθεί για να συνδεθούν τα πλεονάσματα με τον ρυθμό ανάπτυξης. Εάν αυξάνεται το ΑΕΠ, θα μεγαλώνουν και τα πλεονάσματα που πρέπει να βγάζει ο Προϋπολογισμός. Εάν όμως οι ρυθμοί ανάπτυξης υποχωρούν, θα μειώνεται και ο στόχος για τα πλεονάσματα ώστε να «αναπνέει» η οικονομία.