Μπορεί οι τόνοι να έπεσαν στη διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και εταίρων ύστερα από τη συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα καγκελάριο, αλλά επί της ουσίας η πίεση παραμένει.

Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και τα 1,2 δισ. ευρώ από τα διαθέσιμα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που έχουν επιστραφεί ως μη όφειλαν στο ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης EFSF, δεν τέθηκαν στη διάθεση της ελληνικής πλευράς αυτομάτως, όπως θα έπρεπε. Το αίτημα παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εξέταση και διαβούλευση συνδεόμενο ουσιαστικά με τη διαπραγμάτευση. Ενα καθαρά τεχνικό ζήτημα μετατρέπεται σε πολιτικό και χρησιμοποιείται ως εργαλείο πίεσης και εκβιασμού.

Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και με τα 1,9 δισ. ευρώ που προκύπτουν από τα κέρδη που αποκόμισε η ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα τα οποία αγόρασε κοψοχρονιά αλλά εισπράττει την αξία τους στο ακέραιο κατά τη λήξη. Παρότι τα χρήματα αυτά οφείλονται στη χώρα μας δεν αποδίδονται και η εκταμίευσή τους συναρτάται με απόφαση του Eurogroup.

Υπάρχουν δηλαδή 3,1 δισ. ευρώ τα οποία ανήκουν, σύμφωνα με όλους τους κανόνες και με κάθε δυνατή ερμηνεία, στη χώρα μας, αλλά η χορήγησή τους καθυστερεί ώστε να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Εάν η τελευταία είχε τα συγκεκριμένα ποσά στη διάθεσή της θα κέρδιζε σημαντικό χρονικό περιθώριο, κάτι που η άλλη πλευρά δεν θέλει να παραχωρήσει.

Είναι σαφές, επομένως, ότι καλή θέληση από την πλευρά των εταίρων ουσιαστικά δεν υπάρχει, τουλάχιστον στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται σε επίπεδο Eurogroup, όπου ο ισχυρός παίκτης είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, παρότι σε επίπεδο κορυφής φαίνεται να εμπεδώθηκε ένα διαφορετικό κλίμα.

Πιθανόν οι διαφορές αυτές να υποδηλώνουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης ή το γεγονός ότι η Ανγκελα Μέρκελ είναι εκ της θέσεώς της πιο ευαίσθητη στους γεωπολιτικούς κινδύνους που κρύβει το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος με την Ελλάδα ή ακόμη και το ότι εκείνη είναι ο τελικός αποδέκτης των αμερικανικών προειδοποιήσεων για τα ρίσκα που κρύβουν οι χειρισμοί στην υπόθεση της χώρας μας.

Οσο, όμως, κι αν φαίνεται να υπάρχει τελικά μια κόκκινη γραμμή από την πλευρά των εταίρων, η οποία αποκλείει τα «ατυχήματα», καθώς αυτά θεωρούνται επικίνδυνα για την Ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία, αυτό δεν σημαίνει ότι υποχωρούν και γίνονται δεκτικότεροι απέναντι στα ελληνικά αιτήματα.

Εφόσον και από την ελληνική πλευρά δεν υπάρχει βούληση για ρήξη ή προσφυγή σε ακραία σενάρια (παρότι για διαπραγματευτικούς λόγους το ενδεχόμενο δεν αποκλείεται), το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την κατάθεση συγκεκριμένων και κοστολογημένων προτάσεων, οι οποίες θα καλύπτουν τα δεδομένα που έχει αποδεχτεί και η κυβέρνηση. Στα τελευταία περιλαμβάνεται και η υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα, έστω και αν είναι χαμηλότερο από τον προηγούμενο στόχο για 3% του ΑΕΠ και αυτό συνεπάγεται προσδιορισμό συγκεκριμένων πηγών εσόδων.

Φαίνεται λοιπόν ότι η κυβέρνηση μπορεί να αποφύγει τα οριζόντια υφεσιακά μέτρα και τις περικοπές με υψηλό κοινωνικό κόστος, αρκεί να παρουσιάσει λεπτομερείς και πειστικές προτάσεις για κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων. Εκεί θα κριθεί η παρτίδα.