Στα όρια φτάνει η οικονομική πολιτική που επιβάλλει στην Τουρκία ο Ερντογάν, καθώς η κατρακύλα του εθνικού νομίσματος οδήγησε σε νέα αρνητικά ρεκόρ και πολλοί αναλυτές διαβλέπουν ότι αργά ή γρήγορα η χώρα θα έρθει αντιμέτωπη με νέα κρίση.

Πίσω από την επιθετική πολιτική στη Ν.Α. Μεσόγειο και τις θεαματικές εξαγγελίες για πετρελαϊκά αποθέματα στη Μαύρη Θάλασσα βρίσκεται μια διαρκής υπονομευτική πίεση που αποτυπώνεται στην πορεία του τουρκικού νομίσματος. Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε η τουρκική λίρα βρέθηκε σε νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου, μέχρι και στις 7,39 λίρες για ένα δολάριο, ενώ από την αρχή του χρόνου έχει χάσει περίπου 20%.

Ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε έκτακτη σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου, η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να περιορίσει τη δυνατότητα ημερήσιου δανεισμού (overnight) για να μειώσει τη ρευστότητα χωρίς να αυξήσει εμφανώς τα επιτόκια (κάτι που δεν θέλει με τίποτα ο Τούρκος πρόεδρος), ενώ όλο και περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι.

Η οικονομική νομοτέλεια, όμως, οδηγεί τον Ερντογάν σε αδιέξοδο καθώς σύντομα θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα σε τρία δεινά για να αποτρέψει μια νέα κρίση.

Η πρώτη διέξοδος είναι να «επιτρέψει» στην κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια για να στηρίξει τη λίρα, να «μαζέψει» τον πληθωρισμό και να δείξει στις διεθνείς αγορές ότι επιστρέφει στην «κανονικότητα». Εάν όμως κάνει κάτι τέτοιο, θα χτυπήσει την οικονομική δραστηριότητα, η οποία στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος σε δανεικά, σε μια περίοδο όπου προβλέπεται ύφεση τουλάχιστον 5%. Αλλωστε ο ίδιος ο Ερντογάν έχει δηλώσει ότι -σε αντίθεση με κάθε οικονομική θεωρία και πρακτική- τα υψηλά επιτόκια… βοηθούν τον πληθωρισμό – μάλιστα πέρσι είχε απολύσει τον κεντρικό τραπεζίτη επειδή αρνιόταν να μειώσει τα επιτόκια. Εάν λοιπόν ο «σουλτάνος» υποχωρήσει και αυξήσει τα επιτόκια, όχι μόνο θα επιδεινώσει την ύφεση, αλλά θα υποστεί και πολιτικό πλήγμα.

Η δεύτερη λύση είναι να ζητήσει δάνειο από το ΔΝΤ, κάτι που δεν θέλει για πολλούς λόγους – όχι μόνο επειδή θα βάλει τη χώρα σε επώδυνο οικονομικό μνημόνιο, αλλά και επειδή θα χαλάσει την πολιτική εικόνα που έχει χτίσει ως ο άνθρωπος που έβγαλε τη χώρα από το ΔΝΤ χτίζοντας το οικονομικό θαύμα της Τουρκίας κατά τη δεκαετία του 2000. Επιπλέον, πολλοί αναλυτές στη γειτονική χώρα υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ δεν είναι η κατάλληλη λύση γιατί το πρόβλημα δεν είναι ο υπερπληθωρισμός και το δημόσιο χρέος, αλλά το ιδιωτικό χρέος και η συναλλαγματική αστάθεια. Αλλωστε, ακόμα και να ήθελε ο Ερντογάν να ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ, θα έπρεπε να συναινέσουν οι ΗΠΑ, οι οποίες… ψήνουν το ψάρι στα χείλη του «σουλτάνου» από τη στιγμή που αποφάσισε να στραφεί προς τη Ρωσία αγοράζοντας τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα S-400.

Μια άλλη λύση θα ήταν να επιβάλει γενικευμένα capital controls, τα οποία όμως στην πράξη ισχύουν ήδη εμμέσως για ξένες τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές μέσω διαδικαστικών εμποδίων που θέτουν οι ρυθμιστικές αρχές.

Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών της γείτονος Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρός του Ερντογάν, προσπάθησε να εξωραΐσει την πραγματικότητα, επιχειρώντας να παρουσιάσει την αδυναμία του ως πολιτική επιλογή, με τη δήλωση ότι δεν πειράζει εάν υποχωρεί η λίρα, αφού έτσι ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική, αφού η κατρακύλα της λίρας απειλεί να αποσταθεροποιήσει συνολικά την τουρκική οικονομία, η οποία έχει πλέον «δολαριοποιηθεί». Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει πρακτικά εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε μια προσπάθεια να στηρίξει το εθνικό νόμισμα.

Το οικονομικό αδιέξοδο οφείλεται στο ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να συντηρήσει κάτι που είναι γνωστό ως «αδύνατο τρίλημμα»: ήτοι, να έχει ταυτόχρονα ελεγχόμενα επιτόκια, ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και σταθερή ισοτιμία.

Οι εισροές ξένων κεφαλαίων που συντηρούσαν το τουρκικό οικονομικό θαύμα στο παρελθόν έχουν ανακοπεί και ο Ερντογάν «απάντησε» με χαμηλά επιτόκια για να δίνονται δάνεια και να κινείται η οικονομία. Ετσι, όμως, ο ιδιωτικός τομέας υπερχρεώθηκε, ενώ ταυτόχρονα τα επιτόκια της λίρας έφτασαν χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα τα πραγματικά επιτόκια να είναι αρνητικά. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές, αλλά και ο μέσος πολίτης, προτιμούν να έχουν δολάρια αντί για λίρες (υπολογίζεται ότι οι καταθέσεις των Τούρκων σε δολάρια ξεπερνούν τα 200 δισ. δολάρια), κάτι που πιέζει την ισοτιμία της λίρας προς τα κάτω.

Οι συνέπειες της υποτίμησης της λίρας πολλαπλασιάζονται από το γεγονός ότι η τουρκική οικονομία έχει «δολαριοποιηθεί», καθώς τα τελευταία χρόνια, από το 2008 και μετά, όπου τα επιτόκια του δολαρίου συμπιέστηκαν, οι τουρκικές τράπεζες και οι επιχειρήσεις υπερδανείστηκαν σε δολάρια. Ετσι, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε μια τέλεια καταιγίδα: εάν η λίρα υποτιμάται, ακριβαίνουν τα δάνεια των τραπεζών και των επιχειρήσεων, ενώ αυξάνεται και το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων, με αποτέλεσμα να μειώνεται το βιοτικό επίπεδο του μέσου Τούρκου. Εάν η κεντρική τράπεζα αυξήσει τα επιτόκια της λίρας, τότε ακριβαίνουν τα δάνεια της μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρήσεων που έχουν δανειστεί τουρκικές λίρες.

Για να στηρίξει τη λίρα η κεντρική τράπεζα αγοράζει λίρες δαπανώντας τα διαθέσιμά της σε δολάρια, τα οποία, σύμφωνα με τους υπολογισμούς ξένων τραπεζών όπως η Moody’s και η Goldman Sachs, έχουν πρακτικά εξαντληθεί. Η κεντρική τράπεζα μπορεί να εμφανίζει επισήμως καθαρά διαθέσιμα πάνω από 30 δισ. δολάρια, αλλά σε αυτά περιλαμβάνονται και τα διαθέσιμα σε χρυσό, ενώ δεν υπολογίζονται τα ανοίγματα σε συνάλλαγμα που έχουν οι κρατικές εμπορικές τράπεζες, οι οποίες συστηματικά πουλάνε δολάρια για να αγοράσουν λίρες και να στηρίξουν έτσι εκείνες την εθνική ισοτιμία, συνάπτοντας ταυτόχρονα swap δολαρίων με την κεντρική τράπεζα. Το μεγάλο πρόβλημα του Ερντογάν, δε, είναι ότι οι ΗΠΑ δεν του ανοίγουν γραμμή πίστωσης σε δολάρια για να συνεχίσει να τροφοδοτεί έστω αυτό τον φαύλο κύκλο και να κερδίζει χρόνο, ενώ ο τουρισμός, που είναι μια βασική πηγή συναλλάγματος για τη χώρα, έχει επίσης στερέψει λόγω του κορωνοϊού.