Από τη δεκαετία του 1970 στο ιδεολογικό πεδίο επικράτησε ο λεγόμενος νεοφιλελευθερισμός, με θεωρητική βάση τη «Σχολή του Σικάγου» που αποθέωσε την απόλυτη ελευθερία της αγοράς και τον μονεταρισμό. Στο πολιτικό ήταν οι κυβερνήσεις Ρίγκαν στις ΗΠΑ και Θάτσερ στη Βρετανία που σάρωσαν την κρατική παρέμβαση και τα εργασιακά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, η ψηφιακή τεχνολογία επέτρεψε την άμεση εκκαθάριση των συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο, ανοίγοντας τον δρόμο για την παγκοσμιοποίηση των αγορών.

Το αποτέλεσμα ήταν μια παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, όπου τα επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν με πολλαπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις αμοιβές των εργαζομένων, διευρύνθηκε το χάσμα μεταξύ προνομιούχων και μη, ενώ οι αγορές κεφαλαίου και οι κάθε είδους πολυεθνικές του χρήματος αποδείχθηκαν σε πολλές περιπτώσεις ισχυρότερες από τις εθνικές κυβερνήσεις.

Το σύστημα είχε φτάσει στα όριά του πολύ πριν από την εμφάνιση του νέου κορωνοϊού, όπως έδειξαν οι αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, με αποκορύφωμα το κραχ του 2008 και τη μεγάλη ύφεση που ακολούθησε.
Για τη μεσαία τάξη το αδιέξοδο ήταν φανερό εδώ και χρόνια. Η σκληρή εργασία -εάν και όταν βρεθεί κι αυτή- δεν αρκεί πλέον για να συντηρηθεί στοιχειωδώς ένα νοικοκυριό στον Δυτικό κόσμο. Το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας τάξης βουλιάζει διαρκώς, ενώ, αντιθέτως, τα κέρδη των προνομιούχων διαρκώς αυξάνονται. Η ανισότητα έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα.

Η ίδια η επιχειρηματική και οικονομική ελίτ, το περίφημο «10%» της κοινωνίας, διαπιστώνοντας τα αδιέξοδα που απειλούσαν την ύπαρξη της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς -τη χρυσοτόκο όρνιθα η οποία τροφοδοτεί τα κέρδη και την ευημερία της- είχε αρχίσει να μιλάει για αναγκαίες αλλαγές.

Στο Νταβός, στις σελίδες αρθρογραφίας εμβληματικών μέσων ενημέρωσης και σε άλλα φόρα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, γινόταν λόγος για αναμόρφωση του οικονομικού μοντέλου, μετάβαση σε έναν καπιταλισμό όπου η αγορά θα συνυπολογίζει το κοινωνικό και περιβαλλοντικό φορτίο, όπου οι επιχειρήσεις δεν θα ενδιαφέρονται μόνο για τα συμφέροντα των μετόχων, αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό όφελος.

Η πανδημία επιτάχυνε τις εξελίξεις, δείχνοντας με δραματικό τρόπο τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του παλιού συστήματος, της ασύδοτης ελεύθερης αγοράς, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ποταμοί κρατικού χρήματος διοχετεύτηκαν σε τράπεζες, επενδυτές και επιχειρήσεις για να αποφευχθεί η κατάρρευση, εταιρείες κρατικοποιούνται, ενώ όλο και περισσότεροι πλέον -ακόμα και οι κεντρικές τράπεζες, οι πυλώνες του μονεταρισμού- υποδεικνύουν την ανάγκη δημοσίων επενδύσεων και κρατικών δαπανών για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση και να ξεκινήσει πάλι η οικονομία. Πολιτικές, δηλαδή, στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού.

Ωστόσο, αν και η ανεπάρκεια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει γίνει πλέον κραυγαλέα και ο νεοφιλελευθερισμός ψυχορραγεί, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει πεθάνει ακόμα.

Το σύμπλεγμα συμφερόντων που τρέφεται από αυτόν διαθέτει τεράστια οικονομική και πολιτική ισχύ και προβάλλει την ιδέα ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι μια έκτακτη κρίση, επομένως δεν χρειάζονται θεμελιώδεις αλλαγές, πρέπει να επιστρέψουμε στις business as usual.

Αντί για δημόσιες επενδύσεις, λένε, πάμε σε κρατική ενίσχυση των εταιρειών, αντί για προστασία των εργαζομένων ας «απελευθερώσουμε» περισσότερο την εργασία καταργώντας κάθε προστασία.
Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής.

Αν δεν τελειώσουμε με το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που γονάτισε το 90% της κοινωνίας προς όφελος μας μικρής μειονότητας, κινδυνεύουμε να το δούμε να εξελίσσεται σε ένα νέο υβρίδιο αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, που θα υπονομεύσει πλέον και τις δημοκρατικές δομές των δυτικών κοινωνιών.