Το κόστος δανεισμού υποχωρεί, το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ και τα πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό, τα οποία κατευθύνονται στην αποπληρωμή του χρέους, συνεχίζουν να παράγονται όπως έχει δεσμευτεί η χώρα απέναντι στους δανειστές. Επομένως, η αβεβαιότητα έχει μειωθεί αισθητά, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα επενδυτικά κεφάλαια υποδέχονται θετικά τις αλλαγές στα Εργασιακά, με τις οποίες χαλαρώνει το πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, στα φορολογικά με τις μειώσεις φόρων καθώς και τις ρυθμίσεις του νέου αναπτυξιακού νόμου.

Υπάρχει, μάλιστα, μια -έμμεση μεν αλλά υπαρκτή- συναίνεση στο γενικό πλαίσιο, αφού και η προηγούμενη κυβέρνηση παρουσίαζε ως επιτυχία την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, ενώ στελέχη της υποστήριξαν ότι κάποιες από τις κινήσεις της σημερινής κυβέρνησης πατάνε πάνω στα επιτεύγματα της προηγούμενης, «νομιμοποιώντας» τις.

Στην πραγματικότητα, όμως, η εικόνα αυτή υποκρύπτει αρκετούς κινδύνους. Καταρχήν ο σχεδιασμός γίνεται με βάση υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ (2,8% για το 2020) τη στιγμή που το διεθνές περιβάλλον επιδεινώνεται και οι ευρωπαϊκές οικονομίες, που αποτελούν τον βασικό εμπορικό εταίρο της χώρας μας, επιβραδύνονται συνεχώς.

Επειτα, οι όποιες βελτιώσεις δεν αγγίζουν τον απλό εργαζόμενο, τη λεγόμενη μεσαία τάξη.

Το Χρηματιστήριο ανεβαίνει, το Δημόσιο και οι μεγάλες επιχειρήσεις ικανοποιούνται διότι μπορούν να δανείζονται φθηνά εκδίδοντας ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο, ενώ όλοι προβλέπουν καλύτερες ημέρες για τις τράπεζες, χάρη στη νέα διάσωση που θα τους επιτρέψει να πουλήσουν τα κόκκινα δάνεια με κρατική εγγύηση.

Ωστόσο, για τον μέσο πολίτη η εικόνα δεν αλλάζει. Η ανεργία παραμένει σε δραματικά υψηλό επίπεδο και η υπαρκτή βελτίωση αφορά κατά κανόνα επισφαλείς θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοιβές, ελαστικής απασχόλησης.

Οι φορολογικές ελαφρύνσεις είναι ανύπαρκτες για τα μεσαία εισοδήματα και είναι μεγαλύτερες για τους εύπορους, τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.

«Αν πέρασε η κρίση, πού είναι τα χαμένα εισοδήματά μας;», είναι η απορία του μέσου πολίτη.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή είναι η στρατηγική που συνειδητά εφαρμόζει η κυβέρνηση, με το σκεπτικό ότι αν οι επιχειρήσεις πηγαίνουν καλά θα δημιουργήσουν απασχόληση και εισόδημα για όλους. Δεν υποσχέθηκε κάτι διαφορετικό. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι και πάλι όλα κινούνται γύρω από το ίδιο αποτυχημένο παραγωγικό υπόδειγμα, το οποίο όλες οι πλευρές ρητορικά απορρίπτουν, αλλά ουδείς τολμά να προωθήσει ουσιαστικά μέτρα για να το αλλάξει.

Περιμένουμε πάλι φως από την αγορά ακινήτων και την οικοδομή, για την οποία θεσπίζονται κίνητρα, ενώ και οι επενδύσεις για τις οποίες γίνεται συζήτηση αφορούν κατά κύριο λόγο τους παραδοσιακούς κλάδους του τουρισμού και του εμπορίου. Η συντριπτική πλειονότητα των εξαγωγών αφορά προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ και η άνοδός τους, που στήριξε ένα δυναμικό κομμάτι της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, δείχνει να φτάνει στα όριά της.

Πού είναι η δημόσια συζήτηση και οι δράσεις για αναβάθμιση της εκπαίδευσης, η οποία αποτελεί τον βασικό πυλώνα μιας παραγωγικής οικονομίας του 21ου αιώνα; Πού είναι οι ενέργειες για αναβάθμιση του δημόσιου τομέα και μείωση της γραφειοκρατίας; Πού είναι τα μέτρα για προσέλκυση επενδύσεων που θα δώσουν ώθηση στην οικονομία της γνώσης και των νέων τεχνολογιών – και όχι πώληση υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων μέσα από ιδιωτικοποιήσεις;

Είναι αλήθεια ότι το κλίμα έχει βελτιωθεί, όπως και οι προοπτικές κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας. Αν, όμως, επιστρέψουμε στην αποτυχημένη «κανονικότητα» μιας οικονομίας που κινείται από τον τουρισμό, τα ακίνητα και τα σουβλατζίδικα, με χαμηλόμισθους εργαζόμενους και υπαλλήλους part time, τότε το πράγμα δεν θα πάει μακριά.