Προ ημερών παρουσιάστηκαν στον γερμανικό Τύπο στοιχεία ότι η πολιτική των χαμηλών -ακόμα και αρνητικών πλέον- επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει εξασφαλίσει στη Γερμανία σημαντικά κέρδη, τα οποία επιτρέπουν στον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργό Οικονομικών της χώρας, να παρουσιάζει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και να καυχιέται για την οικονομική αποτελεσματικότητα της κυβέρνησής του.

Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt», η γερμανική οικονομία κέρδισε περί τα 122 δισ. ευρώ από το 2008 έως το 2015, κυρίως επειδή μειώθηκαν οι δαπάνες για πληρωμή τόκων.

Η χαλαρή νομισματική πολιτική επιτρέπει στη γερμανική κυβέρνηση να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια για μεγάλη διάρκεια, ενώ έχει κατεβάσει πολύ χαμηλά τις αποδόσεις των ομολόγων της.

Η πολιτική της ΕΚΤ υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα και να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος του αντιπληθωρισμού (μείωση των τιμών, το αντίθετο του πληθωρισμού) και της ύφεσης, ο οποίος πλήττει κυρίως τις νότιες χώρες της Ευρωζώνης.

Ομως είναι κυρίως ο ανεπτυγμένος Βορράς που επωφελείται περισσότερο από τη νομισματική χαλάρωση.

Ο κ. Μάριο Ντράγκι, στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης, έχει μηδενίσει το βασικό επιτόκιο με το οποίο δανείζει χρήματα στις ευρωπαϊκές τράπεζες και επιβάλλει πρόστιμο (αρνητικό επιτόκιο) όταν οι τελευταίες «παρκάρουν» το ρευστό σε καταθέσεις στην ΕΚΤ.

Ταυτόχρονα, η κεντρική τράπεζα αγοράζει κάθε μήνα από την ελεύθερη αγορά ομόλογα αξίας 80 δισ. ευρώ τροφοδοτώντας με ισόποση ρευστότητα τους πωλητές, που είναι κυρίως τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες.

Επειδή όμως οι αγορές γίνονται ανάλογα με το μέγεθος κάθε χώρας, τα περισσότερα ομόλογα που αγοράζονται είναι γερμανικά, με αποτέλεσμα εξαιτίας της αυξημένης ζήτησής τους οι τιμές τους να ανεβαίνουν και οι αποδόσεις τους (επιτόκιο), που είναι αντιστρόφως ανάλογες, να υποχωρούν.

Με τον τρόπο αυτό το κόστος χρήματος για τη Γερμανία -όχι μόνο για τον δημόσιο τομέα, αλλά και για κάποιες ισχυρές εταιρείες που εκδίδουν δικά τους ομόλογα- έχει πέσει στο ναδίρ.

Το φαινομενικά παράδοξο, όμως, είναι ότι ο μέσος Γερμανός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τα χαμηλά επιτόκια, παρόλο που το κράτος και οι επιχειρήσεις κερδίζουν. Ο λόγος είναι ότι οι Γερμανοί πολίτες έχουν βαθιά εδραιωμένη τη νοοτροπία του αποταμιευτή και δυσανασχετούν όταν ο τόκος των αποταμιεύσεών τους μηδενίζεται ή γίνεται αρνητικός.

Το παράδειγμα της νομισματικής πολιτικής είναι μόνο ένα από εκείνα που καταδεικνύουν σε ποιον βαθμό οι ευρωπαϊκές πολιτικές δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος ανατροφοδοτεί τα ρίσκα, διαιωνίζει την κρίση για τους πιο αδύναμους κρίκους και μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου. Είναι δε οι πολιτικές αυτές κατά μεγάλο μέρος αποτέλεσμα των εμμονών και των πιέσεων των Γερμανών, οι οποίοι επιμένουν στη λιτότητα και αρνούνται λύσεις όπως το ευρωομόλογο για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα ο κ. Ντράγκι, στη διάρκεια της καθιερωμένης μηνιαίας συνέντευξης Τύπου, μίλησε ανοιχτά για την ανάγκη η Γερμανία να υιοθετήσει μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική («να αξιοποιήσει τα δημοσιονομικά περιθώρια», είπε στην αυστηρή γλώσσα των κεντρικών τραπεζιτών), έτσι ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και η ανάπτυξη.

Ακόμα και το ΔΝΤ πλέον ζητεί δημοσιονομικά μέτρα για να αντιμετωπιστεί η παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης.

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι των ΗΠΑ έχουν βάλει στην προεκλογική τους ατζέντα την ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις.

Φαίνεται ότι παγκοσμίως η ιδέα για μια διαφορετική πολιτική ωριμάζει, αλλά θα είναι αρκετά δύσκολο για τη Γερμανία να αλλάξει ρότα καθώς η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών το φθινόπωρο του 2017.

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση του «Πρώτου Θέματος»