Σε μια περίοδο όπου οι αβεβαιότητες είναι μεγαλύτερες από ποτέ και η Ευρώπη πρέπει να δράσει επειγόντως για να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα, το σύστημα μπλοκάρεται για άλλη μία φορά από τη Γερμανία. Και αυτή τη φορά δεν είναι μόνο η κλασική «εμμονή στους κανόνες», αλλά και τα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της χώρας που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων.

Κακά τα ψέματα, χωρίς τη Γερμανία δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις στην Ευρωζώνη, με αποτέλεσμα ο εκλογικός κύκλος της να επηρεάζει το σύνολο της Ε.Ε.

Το παράδειγμα της νομισματικής πολιτικής είναι ενδεικτικό: ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει κρατήσει την ευρωπαϊκή οικονομία πάνω από το σημείο πνιγμού με τα μηδενικά επιτόκια και τα 80 δισ. ευρώ φρέσκο χρήμα που ρίχνει στην αγορά κάθε μήνα αγοράζοντας ομόλογα (η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση ή QE).

Ωστόσο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ζητεί να αυξηθούν τα επιτόκια παρόλο που η χώρα του είναι η περισσότερο ωφελημένη από τη νομισματική χαλάρωση, επειδή οι Γερμανοί αποταμιευτές δεν εισπράττουν τόκο και δεν θέλει να τους δυσαρεστήσει όταν σε έναν χρόνο έρχονται εθνικές εκλογές.

Την ίδια στιγμή οι αντιδράσεις για τις επιλογές των Γερμανών αυξάνονται. Ο Ιταλός Ματέο Ρέντσι το τελευταίο διάστημα έχει βγει στα κάγκελα διαμαρτυρόμενος για την πολιτική της λιτότητας και ετοιμάζει προϋπολογισμό που αψηφά τους περιορισμούς. Διαμαρτύρεται μάλιστα ανοιχτά για το γεγονός ότι η Γερμανία παραβιάζει τους κανόνες έστω και από την ανάποδη.

Το εμπορικό πλεόνασμα της τελευταίας πλησιάζει το 9%, ενώ το όριο είναι 6%. Αλλά οι Γερμανοί θεωρούν τα πλεονάσματα «αρετή» και τα ελλείμματα «αμαρτία», οπότε επιτρέπουν στον εαυτό τους να κάνουν ό,τι θέλουν.

Ζήτημα πιθανότατα θα έχουν και οι Γάλλοι, καθώς παρουσίασαν προϋπολογισμό με έλλειμμα κάτω του 3% (που είναι το όριο), αλλά πιθανότατα πρόκειται για μη υλοποιήσιμη πρόβλεψη.

Κατά της λιτότητας τάσσονται και άλλες χώρες, η ίδια η Κομισιόν, αλλά και η ΕΚΤ, που το τελευταίο διάστημα υπογραμμίζει την ανάγκη να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και κατανάλωση.

Ο λόγος είναι ότι η νομισματική χαλάρωση (μηδενικά επιτόκια και QE) δεν επαρκεί για να σηκώσει την οικονομία και χρειάζονται πλέον να ενεργοποιηθούν και οι κρατικοί προϋπολογισμοί. Και η πρώτη χώρα που μπορεί και πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες της είναι η Γερμανία, η οποία όμως αρνείται πεισματικά, διότι, εκτός των άλλων, έχουν γαλουχήσει την εσωτερική κοινή γνώμη με την άποψη ότι το γερμανικό μοντέλο υπερτερεί των άλλων και εάν οι υπόλοιποι δεν τα καταφέρνουν το ίδιο καλά με την οικονομία τους είναι δικό τους πρόβλημα, δεν χρειάζεται να ξοδέψουν εκείνοι τα πλεονάσματά τους.

Πρόκειται για ένα είδος οικονομικού καλβινισμού που ταιριάζει και με την κυρίαρχη νοοτροπία στη χώρα, η οποία μάλιστα καλλιεργήθηκε συστηματικά και από πολιτικούς όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Πολλές φωνές ακόμα και εντός της Γερμανίας επισημαίνουν πλέον τα αδιέξοδα και την ανάγκη αλλαγής πολιτικής, ενώ φαίνεται ότι κατά καιρούς υπάρχει και διάσταση απόψεων εντός της κυβέρνησης.

Ακόμα όμως κι αν οι ηγεσίες ή τουλάχιστον ένα τμήμα τους το αντιλαμβάνεται, είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αλλαγή πορείας πριν από τις εκλογές, καθώς κάθε απόπειρα θα θεωρηθεί υποχώρηση από το κυρίαρχο δόγμα, κάτι που θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο το ακροδεξιό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Ευρώπη είναι καταδικασμένη σε αδράνεια μέχρι να ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις σημαντικές αποφάσεις που περιμένει και η χώρα μας σε διάφορα μέτωπα, όπως το χρέος και οι αναπτυξιακές πολιτικές.

*Αναδημοσίευση από την έντυπη έκδοση του «ΠΡΩΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ»