Η δημόσια συζήτηση που ξεκίνησε μετά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατέδειξε –δυστυχώς, για πολλοστή φορά- το εξαιρετικά περιορισμένο και παρωχημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η οικονομική και πολιτική ζωή στη χώρα μας.

Εξαρχής, οι βασικοί εργοδότες -Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ)- κατέστησαν σαφή την αντίθεσή τους, υποδεικνύοντας ότι οι μισθοί δεν μπορούν να καθορίζονται από την κυβέρνηση, αλλά από την οικονομική πραγματικότητα με βάση την παραγωγικότητα, και ζητώντας μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ελάφρυνση του φορολογικού βάρους προκειμένου να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητά τους.

Η αντίδραση αυτή είναι αναμενόμενη -αλλά και στερεότυπη-, αφού η αποστολή των δύο αυτών εργοδοτικών οργανώσεων είναι να προωθούν τα συμφέροντα των μελών τους, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό επιχειρήσεις των οποίων η οικονομική αποτελεσματικότητα συνδέεται με το εργασιακό κόστος. Ο ΣΕΒ περιλαμβάνει στους κόλπους του πλέον επιχειρήσεις οι οποίες, εκτός από τον συρρικνούμενο κλάδο της μεταποίησης, ανήκουν στον χώρο του εμπορίου και άλλων υπηρεσιών. Η ανταγωνιστικότητά τους, όπως και εκείνη των τουριστικών επιχειρήσεων, εξαρτάται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό από το χαμηλό εργασιακό κόστος.

Ακριβώς αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ότι δεν διαθέτει πολλές επιχειρήσεις οι οποίες να στέκονται στον διεθνή στίβο πουλώντας ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες με καινοτομία, υψηλή τεχνολογία και προστιθέμενη αξία. Ακόμα και οι εταιρείες του κλάδου πληροφορικής και τεχνολογίας στην Ελλάδα είναι κατά κύριο λόγο εμπορικές επιχειρήσεις που μεταπωλούν εισαγόμενα gadgets ασιατικής κατασκευής με αμερικανικό λογισμικό.

Σχηματοποιώντας, μπορούμε να πούμε ότι δεν παράγουμε το εθνικό εισόδημα πουλώντας στο εξωτερικό αλλά αγοράζοντας και πουλώντας ο ένας στον άλλον. Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού εισοδήματος, περίπου το 68% του ΑΕΠ (η συνολική αξία των προϊόντων και υπηρεσιών), προέρχεται από την κατανάλωση. Από τις εξαγωγές προέρχεται μόνο το 32% (που πάντως έχει αυξηθεί από το 22% που ήταν πριν από δέκα χρόνια) και από αυτό περίπου το μισό είναι εξαγωγές υπηρεσιών, δηλαδή τουρισμός.

Αντιθέτως, σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Ολλανδία η εικόνα είναι αντίστροφη: οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 80% του ΑΕΠ και η κατανάλωση περίπου στο 45%. Γι’ αυτό και ο ΣΕΒ και ο ΣΕΤΕ καίγονται για το κόστος εργασίας και μιλάνε για την παραγωγικότητα. Γι’ αυτό έγινε η εσωτερική υποτίμηση με τα μνημόνια, για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα μέσα από την καθίζηση των αμοιβών, – του κόστους εργασίας.

Από την άλλη πλευρά, ύστερα από τη μνημονιακή λαίλαπα η αγορά εργασίας στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί. Ο κατώτατος μισθός θεωρητικά θα έπρεπε να αφορά σε ένα μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού, τους ανειδίκευτους εργάτες. Εχει μεταβληθεί όμως σε γενικό οδηγό για όλη την αγορά, από χειρώνακτες μέχρι επιστήμονες που δουλεύουν πλέον για… τρεις κι εξήντα ή για ακόμα λιγότερα, και μάλιστα με εργασία-λάστιχο, εκ περιτροπής ή part time, και συχνά ανασφάλιστοι.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η θεωρία ότι οι αμοιβές πρέπει να συνδέονται με την παραγωγικότητα σχετικοποιείται. Δηλαδή αν η παραγωγικότητα απαιτούσε μισθούς 100 ευρώ τον μήνα, θα έπρεπε να φτάσουμε εκεί;

Ας κοιτάξουν οι επιχειρήσεις και τις άλλες μεθόδους ενίσχυσης της παραγωγικότητας, όπως οι επενδύσεις στην έρευνα και την τεχνολογία και η επιμόρφωση των εργαζομένων, όπως κάνουν κάποιες ελληνικές εταιρείες-διαμάντια οι οποίες διαπρέπουν στις διεθνείς αγορές, αλλά δυστυχώς δεν είναι αρκετές. Στην καθημαγμένη ελληνική αγορά εργασίας δεν υπάρχουν πλέον άλλα περιθώρια για ανταγωνισμό προς τα κάτω, ούτε έχει νόημα να δείχνονται με το δάχτυλο και πάλι οι εργαζόμενοι.