Η συντριπτική ήττα στις προεδρικές εκλογές των παραδοσιακών κομμάτων που κυβέρνησαν τη Γαλλία μεταπολεμικά αναδεικνύει ένα νέο πολιτικό σκηνικό, πέρα από την παραδοσιακή σύγκρουση Αριστεράς – Δεξιάς, το οποίο παρουσιάζεται και σε άλλες χώρες.

Και οι δύο υποψήφιοι που πέρασαν στον δεύτερο γύρο επιδίωξαν να αποστασιοποιηθούν από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, έστω και αν ο Μακρόν -που βέβαια είναι ένα γνήσιο παιδί του κατεστημένου- το επιχείρησε χρησιμοποιώντας τη φωνή της μετριοπάθειας και του εκσυγχρονισμού, ενώ η Λεπέν υιοθέτησε τις δημαγωγικές κραυγές εναντίον των πολιτικών και του «συστήματος», το οποίο καταγγέλλει.

Ο Μακρόν έχει το πλεονέκτημα ότι συσπειρώνει τις κοινωνικές δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ελευθερία και τη μετριοπάθεια απέναντι στο αυταρχικό, ξενοφοβικό και ακραίο πρόσωπο της Ακροδεξιάς, το οποίο ιστορικά συνδυάζεται με τον φασισμό. Δεν υπάρχει ουσιαστικό δίλημμα μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού, γι’ αυτό και η πλειονότητα των γαλλικών πολιτικών δυνάμεων στηρίζουν τον Μακρόν στον δεύτερο γύρο.

Η βασική διαφοροποίηση των δύο υποψηφίων είναι στο θέμα της παγκοσμιοποίησης, καθώς ο μεν Μακρόν υποστηρίζει τα ανοιχτά σύνορα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενώ η Λεπέν εξαγγέλλει επιστροφή στο εθνικό κράτος και αποχώρηση από το ευρώ.

Αντίστοιχο σκηνικό είδαμε να διαμορφώνεται τόσο στο δημοψήφισμα για το Brexit όσο και στις αμερικανικές εκλογές, καθώς στις ανεπτυγμένες οικονομίες πολλοί βλέπουν τις ανισότητες να μεγαλώνουν και το βιοτικό τους επίπεδο να υποχωρεί.

Στη Γαλλία την παγκοσμιοποίηση επικρίνει και ο αριστερός υποψήφιος Ζαν-Λικ Μελανσόν, αλλά, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, τα σκήπτρα της αμφισβήτησης κερδίζει η Ακροδεξιά, παρόλο που πέρα από δημαγωγία και «μαγικές» λύσεις του τύπου «θα πάρουμε πίσω τις δουλειές από τους ξένους» δεν διατυπώνει συγκεκριμένη και πειστική πρόταση για την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου. Αλλά και οι προτάσεις της Αριστεράς επικρίνονται ως ανέφικτες, καθότι συγκρούονται με το παγκόσμιο δόγμα οικονομικής λειτουργίας, στο οποίο κυριαρχούν οι αγορές, οι ιδιωτικές επενδύσεις, η μείωση του κράτους και ο περιορισμός των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ακόμα και σε μια χώρα όπως η Γαλλία θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί ένα αριστερό οικονομικό πρόγραμμα με δημόσιες επενδύσεις, μείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση των μισθών, καθώς πιθανότατα θα προκαλούσε μαζική αποχώρηση διεθνών κεφαλαίων και θα οδηγούσε σε κρίση.

Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι τελικά ανίσχυρες απέναντι στη δύναμη των αγορών και του διεθνοποιημένου συστήματος συμφερόντων που κερδίζουν από την παγκοσμιοποίηση.

Ο μόνος «παίκτης» που θα μπορούσε να προωθήσει τη μεταρρύθμιση είναι η Ε.Ε., η εμβέλεια της οποίας ξεπερνά τα εθνικά κράτη.

Ωστόσο, οι πολίτες μόνο σε επίπεδο εθνικού κράτους μπορούν να εκφραστούν και γι’ αυτό με την ψήφο τους αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση, μέρος της οποίας είναι και ή ίδια η Ε.Ε..

Οι ακροδεξιές αυταρχικές -συχνά καθαρά φασιστικές- δυνάμεις που τρέφονται από το κύμα αμφισβήτησης είναι ασφαλώς η λάθος απάντηση, αλλά το πρόβλημα είναι υπαρκτό.

Η λογική ανάλυση υποδεικνύει ότι αν το σύστημα δεν υποστεί ουσιαστική μεταρρύθμιση, αργά ή γρήγορα η πίεση θα εκτονωθεί βίαια είτε στο πολιτικό είτε στο οικονομικό πεδίο.

*Αναδημοσίευση από το Business Stories (30-4-2017)