Είναι αρκετά ιδιαίτερο το σκηνικό αυτών των εκλογών, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κομμάτων έχουν διασταυρωθεί και κάπου έχουν μπερδευτεί. 

Η μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών έχει μετατεθεί, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ -εκών άκων- αποδέχτηκε την πραγματικότητα των ευρωπαϊκών συσχετισμών και υπέγραψε πλέον με τη σειρά του το τρίτο μνημόνιο.
Το πρώτο ενδιαφέρον ζήτημα είναι με ποιον τρόπο θα διαφοροποιηθούν ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ., Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ. Ποιες θα είναι οι διαφορετικές προτάσεις που θα υποβάλουν στο εκλογικό σώμα;

Οσο για το νέο «αντιμνημονιακό» μέτωπο που συγκροτεί η Λαϊκή Ενότητα, αυτό θα πρέπει να παρουσιάσει σχέδια σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι η προηγούμενη απόπειρα απεγκλωβισμού από το μνημόνιο της κυβέρνησης Τσίπρα απέτυχε.

Για την ακρίβεια, η ΛΑΕ θα πρέπει να διατυπώσει τη δική της επεξεργασμένη πρόταση για εθνικό νόμισμα, διότι εκεί φαίνεται να καταλήγει οποιαδήποτε προσπάθεια εξόδου από το μνημόνιο, όπως τουλάχιστον φάνηκε τους τελευταίους μήνες.

Είναι σαφές, πάντως, ότι παρόλο που το τρίτο μνημόνιο επιβάλλει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τα επόμενα χρόνια, υπάρχουν περιθώρια ελιγμών και πολιτικών διαφοροποιήσεων σε αρκετά ζητήματα.

Οι πιθανές διαφορές αφορούν περισσότερο στην κατανομή των βαρών της εφαρμογής των δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα, αλλά και στο κατά πόσο οι κυβερνητικές επιλογές θα εστιάζουν στη διαφύλαξη κοινωνικών και δημόσιων αγαθών.
Είναι δεδομένο, για παράδειγμα, ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα πρέπει να αναμορφωθεί ριζικά, γιατί διαφορετικά θα καταρρεύσει. Πρέπει, λοιπόν, τα κόμματα να καταθέσουν κατευθύνσεις και προτάσεις, για να μάθουμε σε ποια κοινωνικά στρώματα θα πέσουν τα βάρη, αλλά και ποιο θα είναι το πλαίσιο για τις επιχειρήσεις έτσι ώστε να υπηρετηθεί η ανάπτυξη.
Το να λέει κάποιος ότι θα υπερασπιστεί «θεμελιωμένα δικαιώματα» δεν σημαίνει το παραμικρό αν δεν διασφαλίσει και τους αναγκαίους πόρους.

Ποιος έχει σχέδιο και πρόταση για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών συντάξεων;

Μεγάλη σημασία έχει επίσης ο τρόπος με τον οποίο θα γίνουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Η χώρα έχει δεσμευτεί να αξιοποιήσει δημόσια περιουσία αξίας 50 δισ. ευρώ σε βάθος χρόνου, αλλά στο πλαίσιο αυτό υπάρχει μεγάλο εύρος επιλογών και δυνατοτήτων. Αλλο είναι, για παράδειγμα, να πουλήσεις μια δημόσια επιχείρηση, άλλο είναι να εκδώσεις ομόλογα με ενέχυρο τις μετοχές της και άλλο είναι να δημιουργήσεις μια εταιρεία συμμετοχών στην οποία θα μετάσχουν και φορείς του Δημοσίου.

Ανοιχτό, επίσης, είναι και το θέμα της διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Θα έχουμε εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων και πλειστηριασμούς κατοικιών με συνοπτικές διαδικασίες ή θα υπάρξει ουσιαστικό σύστημα προστασίας και σταδιακή εξυγίανση χωρίς «σοκ»;

Σήμερα, τα πολιτικά κόμματα αλλά και η κοινωνία προσγειώνονται σε μια σύνθετη πραγματικότητα, με σαφή όρια ως προς το τι μπορούμε να περιμένουμε από την Ευρώπη, αλλά και το τι πρέπει να κάνουμε ως χώρα.

Οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να παρουσιάσουν συγκεκριμένες προτάσεις για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο και για την ανασύνταξη της οικονομίας και της κοινωνίας.

Τα συνθήματα και τα ρητορικά σχήματα δεν προσφέρουν πλέον το παραμικρό.